Ελληνική Λέσχη Moto Guzzi

Hellenic Moto Guzzi Club

Small Block Stories

Δευτέρα, 15 Ιουνίου 2015

Από Nikos900

Είπα να γράψω μερικές ιστοριούλες για το μηχανάκι μου, ένα παλιό σμολ μπλοκ..
Τώρα, αν είναι δικές μου ιστορίες ή δικές του, αληθινές ή ψεύτικες ποιός ξέρει, μάλλον δικές του είναι, όταν πάμε βόλτα νοιώθω ότι μου λέει κομμάτια απ’ την ζωή του και εγώ μετά τα βάζω στην σειρά. Ιστορίες μικρού μπλόκ λοιπόν και ελπίζω να μην βαρεθείτε, όχι όλοι τουλάχιστον. Και είναι αληθινές, εσείς τι δηλαδή, όμορφη ιταλίδα είναι, δεν θα την πιστεύατε; Η πρώτη ιστοριούλα ξεκινάει από πολύ παλιά, αρχές eighties, τότε που στα φανάρια μας παίρνανε τα κλειδιά και πήγαινες το μηχανάκι σπρωχτα στην άκρη για να δείξεις τα χαρτιά σου..

Κεφάλαιο 1: Το Cycle World.

Χριστούγεννα 1980. Αθήνα, Αμπελόκηποι, περίπτερο Αλεξάνδρας και Κηφισίας.

Εχω έλθει να χαζέψω τα ξένα μοτοπεριοδικά, τότε τα έβρισκες μόνο σε λίγα, συγκεκριμένα μέρη. Ηταν και από τους λίγους τρόπους για να μαθεις για νέα μοντέλα, να  δείς καμία φωτό.. (Web, google και τα λοιπά ούτε λόγος, μιλάμε για τόσο παλιά.)

Εκεί λοιπόν το βλέπω, κρεμασμένο σε μανταλάκι, το εξώφυλλο μισοκρυμένο, φαίνεται μόνο μία μπροστινή ζάντα με μπράτσα και 2 δισκόφρενα.

Παραμερίζω με προσοχή τα άλλα περιοδικά (κατά τους περιπτεράδες το να έριχνες κρεμασμένο περιοδικό ήταν χειρότερο από προπατορικό) και.. ένα κατακόκκινο Moto Guzzi v50 ποζάρει στο εξώφυλλο του Cycle World, μπροστά από μια ατέλειωτη αμερικάνικη ευθεία.

Καλά, εννοείται ότι το πήρα και πήγα κατευθείαν σπίτι.

Τώρα τι να λέμε, φωτό εκπληκτικές, άρθρο απο τα παλιά καλά του Cycle World, με το οχφορντ στο χέρι το ρούφηξα μέχρι το τελευταίο κόμμα. Εκείνη τη μέρα νομίζω σιγούρεψα το λοουερ, πρέπει να έμαθα τουλάχιστον 30 νέες λέξεις το λεγα και στην μάνα μου, τι φωνάζεις ρε μανα ακριβό το περιοδικό; Για το λοουερ το πήρα, για πρακτις.

Η μηχανή?

Η μηχανή απίστευτη κουκλάρα, απλησίαστη στα μάτια μου, δικύλιδρη πεντακοσάρα εξωτική ιταλίδα. Ποτέ δεν θα μπορούσα να την πάρω, η πεντακοσάρα ήταν μεγάλη μηχανή εκείνες τις μέρες..

..και ποτέ δεν την πήρα: Τα χρόνια πέρασαν, πήρα γιαπωνέζες, γερμανίδα, μερικές φορές έφτασα κοντά σε guzzi αλλά ποτέ δεν το τόλμησα, ούτε καν βόλτα δεν κατάφερα να κάνω, να δω πως είναι ένα v2 από Mandello..

Εκτός βέβαια από αυτό το κόκκινο v50, που του έλιωσα τα λάστιχα σε εκείνη την αμερικάνικη ευθεία, αμέτρητες βόλτες μαζί του, ακόμη και σήμερα το έχω, λίγο ξεθωριασμένο, με σελοτέιπ στην ράχη το Cycle World του ’80 και το χαζεύω..
Small Block Stories



Κεφάλαιο 2: Η κουκούλα

Πέρασαν χρόνια.

Tα eighties είναι μακρινή ανάμνηση, τα πεντακόσια κυβικά θεωρούνται πλέον ξεφτίλα, ο τόπος έχει γεμίσει μηχανές. Αν έχεις μόνο μία σε κοιτάζουν με λοξό μάτι..

Το παλιό cycle world παλεύει με τη σκόνη σε ένα απόμερο ράφι της βιβλιοθήκης μου.

Στη γειτονιά μου, κάνεις ζιγκ ζαγκ στα πεζοδρόμια για να αποφύγεις τα παρκαρισμένα μηχανάκια. Ένα από αυτά, παρκαρισμένο πάντα στην ίδια θέση, σκεπασμένο με κουκούλα, το πρόσεχα γιατί φαινόταν μεγάλη μηχανή, δεν μπορούσα όμως με τίποτα να καταλάβω τι ήταν: είχε φειρινγκ, σχάρα πίσω και η κουκούλα κατέβαινε χαμηλά σκεπάζοντας τελείως τις ζάντες.

Με έτρωγε η περιέργεια, μερικές φορές μου φαινόταν ότι έχει κινηθεί αλλά ποτέ δεν την είχα δει να λείπει. Ήταν πάντα εκεί, στην ίδια θέση κάθετα στο πεζοδρόμιο δίπλα σε ένα δέντρο, με τη μούρη να κοιτάζει τη πολυκατοικία μπροστά της.

Ο καιρός περνούσε, η κρίση άρχιζε, η μηχανή πάντα εκεί, μου θύμιζε πιστό σκυλί να περιμένει τον κύριό του, χειμώνα καλοκαίρι, η κουκούλα να την προστατεύει όσο μπορούσε από ήλιο από βροχές από άνεμους μέχρι που..

.. μια μέρα δεν την προστάτευσε. Λίγο, όσο χρειαζόταν για να φανεί η μπροστινή ρόδα, ο άνεμος είχε σηκώσει την κουκούλα.

Περνούσα, πάντα την κοίταζα, αλλά αυτή τη φορά την είδα..

Ζάντα με μπράτσα και 2 δισκόφρενα.. φαινόταν μόνο αυτή.. όπως τότε.

Ηταν μεσημέρι, δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, δεν φαινόταν κανείς σε μπαλκόνι. Γονάτισα και κοίταξα από κοντά: γύρω από ιστούς αράχνης ανάμεσα από 2 σκουριασμένα δισκόφρενα με τις brembo πίσω από τα καλάμια, υπήρχε χωρίς αμφιβολία μία ζάντα από σμολ μπλοκ.

Κρυμμένο, όχι από περιοδικά αλλά από μία παμβρώμικη, ταλαιπωρημένη κουκούλα, υπήρχε ένα Moto Guzzi V50.

Δεν θυμάμαι αν εκεί ο χρόνος σταμάτησε για λίγο ή πήδηξε κάποια λεπτά..

Αγγιξα την ζάντα.

Η εικόνα θόλωσε για λίγο και γύρισε πίσω, 30 χρόνια πίσω, στο περίπτερο της Κηφισίας,  στα περιοδικά, μπροστά μου ήταν τώρα η μισοκρυμμένη γυαλιστερή ζάντα..

Χάιδεψα το μέταλλο, σκληρό, διαβρωμένο, άγριο στην αφή, κρύο. Στην ησυχία του μεσημεριού, στον  διπλανό, υπερβατικό κόσμο, άκουσα την φωνή του.

Κοίταξα κλεφτά γύρω μου και κατέβασα προσεκτικά την κουκούλα.

Γύρισα σπίτι και βρήκα το παλιό Cycle World.

Διάβασα το άρθρο, όπως τότε..

Και ονειρεύτηκα, όπως τότε..



Κεφάλαιο 3: Μπορώ, αν θέλεις.

Γερνούσα, το ένοιωθα..Δεν κινιόμουν πια, μόνο καθόμουν. Δεν ξέρω αν περνούσαν μήνες ή χρόνια, δεν ξέρω πόσο ήμουν.

Δεν ξέρω πως μετριέται ο ακίνητος χρόνος.

Μόνο σκεπτόμουν.

Πως είναι να τρέχεις; Πως είναι να σε χτυπάει ο αέρας, πως είναι η βροχή;

Πως είναι η ζωή;

Ηξερα, παλιά ήξερα καλά.

Αλλά πια δεν θυμόμουν.

Μάλλον θα κρύωνα, γιατί με είχαν σκεπάσει. Δεν έβλεπα πιά.  Μόνο άκουγα, το κόσμο να περνάει, τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο, τα γέλια τους (με έβλεπαν;), τα αυτοκίνητα, τον δρόμο..

Τον δρόμο.

Τον δρόμο πριν τη Ρώμη, με την ομίχλη να μπαίνει μέσα μας, μόνο που δεν μας πείραζε, γελούσαμε, φτάναμε επιτέλους στη Ρώμη.. Τις ατέλειωτες στροφές στο πάσο του stelvio που ανέβαιναν στον ουρανό, τα τουνελ στη Γένοβα με το μοτερ να γεμίζει, να σκάει, να γεμίζει..

Κι όμως θυμόμουν.

Και μπορούσα. Το ένοιωθα, μπορούσα ακόμη. Με κόπο και φροντίδα, ναί.

Με αγάπη.

Ηθελα να σωθώ.

Ηθελα κάποιος να γιατρέψει τις πληγές μου, να φροντίσει τα πνευμόνια μου, τα μάτια μου, τα όργανά μου, το δέρμα μου..

Ηθελα κάποιος να με ξεσκουριάσει, να αλλάξει τα λάδια μου, να ρυθμίσει τις βαλβίδες μου, να φροντίσει τα ηλεκτρικά μου, να καθαρίσει τα 28άρια μου, να μου πάρει ντίζες, σωληνάκια, μανέτες, να μου κολλήσει τα πλαστικά, να μου φτιάξει τη σέλλα, να μου βάλει λάστιχα..

Ηθελα κάποιος να με κάνει όμορφη πάλι.



Κεφάλαιο 4: Ο χίπης, τα ντελόρτο και η Μαίρη Ελίζαμπεθ.

Πρέπει να ήταν Άνοιξη  αλλά ο ήλιος έκαιγε σαν Καλοκαίρι.

Ο χωματόδρομος γινόταν όλο και χειρότερος και τόσο στενός που πιά δεν μπορούσαμε να οδηγούμε έξω από τα λούκια. Δύο φορές βρήκε κάτω το διαφορικό, ευτυχώς κοντεύαμε, φαινόταν τώρα ο αχυρώνας, μόνος στο ξέφωτο και 2-3 παλιά σπίτια στην άκρη, πριν το δάσος.

Δεν υπήρχε κανείς άλλος, παρκάραμε έξω από τον αχυρώνα και ανοίξαμε με δυσκολία τη πόρτα του. Δεν είχε φώς, δεν ακουγόταν τίποτα, το σκοτάδι έσπαζε μόνο απ’ την ανοικτή πόρτα και μερικές χαραμάδες στην οροφή.

Αφουγκράστηκα, θαρρείς πως άκουγες τη σκόνη να αιωρείται στις ηλιαχτίδες.

Τα μάτια μου πήραν κανα λεπτό να συνηθίσουν, μόνο κάτι μορφές αμυδρά ξεχώριζαν στο βάθος.

Σιγά σιγά, άρχισαν να φαίνονται πιο καθαρά, πρώτα ο άσπρος σκαραβαίος,  αγέρωχος  (πάντα θα δουλεύω) με πλακέ παρμπριζ, πλησίασα και είδα το κοκάλινο μαύρο τιμόνι με τον λύκο στο κάστρο, το παλιό σηματάκι της VW στο κέντρο του. Ηταν 1302, το τελευταίο με το πλακέ παρμπρίζ.

Δίπλα του ένα Benelli sei,  τόσο μαμά όπως τη μέρα της παρουσίασης, τότε που ο De Tomaso έβαλε ένα τσιγάρο όρθιο στο ρεζερβουάρ και μάρσαρε το μοτέρ, το τσιγάρο ακίνητο, κραδασμοί μηδέν, οι δημοσιογράφοι να βλέπουν τις ξερογκαζιές του εξακύλινδρου στα κόκκινα, το τσιγάρο εκεί.

Παραδίπλα με κοιτούσαν κατάματα ένα σμολ μπλοκ, ένα λεμαν και στην άκρη ένα καλιφόρνια, τόσο ίδια αλλά τόσο διαφορετικά, πώς μπορεί ένα μοτέρ να είναι τόσο χαμαιλέοντας μόνο η Guzzi το ξέρει.

“Παρτα όλα” μου είπε ο ξεχασμένος χίπης, “δεν τα θέλω πιά, τα χάρηκα, πάρτα μην πεθάνουν, ξέρω ότι ταγαπάς, δεν θέλω τίποτα..”

Ξύπνησα απ’ το τηλέφωνο.

Ηταν Άνοιξη, η 36ωρη ντοπαμίνη είχε τελειώσει εδώ και μερικές βδομάδες.. Βαριόμουν λίγο.

-   Παρακαλώ τον κ. Νίκο θα ήθελα

-   Ο ίδιος

-   Βρήκα ένα σημείωμα στην είσοδο για το Μoto Guzzi, δικό μου είναι, έλεγε ότι ενδιαφέρεσθε..

(οι παλμοί πήδησαν στο 150..)

-   Ε ναι.. (όσο πιο αδιάφορα μπορούσα)

-   Ναί παλληκάρι μου (αυτά είναι), λοιπόν το έχω από παλιά, τώρα δεν καβαλάω πιά,  η μέση μου βλέπεις, το έχω κάτω και κάθεται. Είναι και τα κλεφτρόνια και τόχω συνέχεια έννοια.. Τέλως πάντων από ότι μου έγραψες ενδιαφέρεσαι..

-   Κοιτάξτε, δεν ξέρω σε τι κατάσταση είναι, βλέπω τη ζαντούλα σκουριασμένη, φαντάζομαι θα θέλει πολύ μάζεμα αλλά θα ήθελα να του ρίξω μια ματιά και ανάλογα να δούμε.. Βέβαια να σας πώ ότι αν μιλήσουμε θα είναι για  2-3 κατοστάρικα, δεν..

-   Όχι αγόρι μου ακούγεσαι εντάξει παιδί (σωστός), προς Θεού δεν μιλάμε για λεφτά, ένα καφεδάκι θα με κεράσεις και θα το πάρεις. Πρόβλημα μου λύνεις δεν ήξερα τι να το κάνω και ήθελα να το δώσω σε κάποιον, ξέρεις  να το φροντίζει να το προσέχει, κρίμα να το πάρει ο παλιατζής. Και μην νομίζεις, δε θέλει μαζέματα, κομπλέ είναι, δεν του λείπει βίδα και τόχα λούσει στο βεντε40 και στο κερί πριν το σκεπάσω. Και θα σού δώσω μαζί μια κούτα ανταλλακτικά στη ζελατίνα, ταχα πάρει για καμιά στραβή αλλά δεν έκατσε ποτέ, ρολόι πάντα δούλευε.. Και δεν έχει πέσει ούτε απ’το σταντ, χαρτί τελείως είναι. Τώρα βέβαια κανα λάστιχο ίσως να άλλαζες πρέπει να χουνε ξεραθεί λιγάκι, πρόπερσυ ταβαλα.. Να, τα κατοσταρικα που μουπες θα τα δωσεις στα λαστιχακια, μια μπαταριούλα και λαδακια και έχεις φύγει. Καλά, τη μεταβιβαση θα το σκεφτούμε, θα στη κάνω δώρο αμα ζορίζεσαι.. Δεν ξέρω πως σου φαίνεται;

......

- Κύριε Νίκο;

......


- Ναι κ. Νίκο με ακούτε;

Όχι δεν έγινε έτσι.. Όχι. Μια άλλη φορά η φαντασίωση, όχι τώρα.

Τώρα τα πράγματα φαίνονταν σκούρα.

Ο κ. Χρήστος, ο ιδιοκτήτης του V50, ένας αξιοπρεπέστατος και τετραπέρατος 80άχρονος δεν μασούσε τα λόγια του, δεν τρελαινόταν να το δώσει και είχε ζήσει πολλά μαζί του. ‘Δεν το είχα για πούλημα’,  μου είπε κοφτά.. Παραλίγο να κλείσουμε, το σώσαμε τελευταία στιγμή, μαλάκωσε λίγο όταν κατάλαβε ότι είχα και γω περάσει προ πολλού τα τελευταία άντα και είχα το θεματάκι μου με τα παλια Guzzi..

-Αν θέλεις να μιλήσουμε έλα πρώτα να το δείς αλλά να ξέρεις ότι θα μιλήσουμε για τόσα..

Η Αβυσσος.

The Abyss.

Η Μαιρη Ελιζαμπεθ Μαστραντόνιο.

Δεν υπήρχε ελπίδα.

Εχοντας στο μυαλό μου ότι το μηχανάκι πρέπει να ήταν τίγκα στη σκουριά, φλατζούλες σκασμένες απ τα χρόνια, μπορεί και  κολλημένο, ποιος ξέρει και τι να τούλειπε, σίγουρα δεν είχα σκεφτεί τα λεφτά που άκουσα. Απογοητεύτηκα αλλά τι στο καλό, δίπλα μου ήταν, να πήγαινα τουλάχιστον να το δώ να βγάλω τη κουκούλα, να μου φύγει η περιέργεια, να το δω ολόκληρο επιτέλους βρε αδελφέ.

Ηξερα ότι ήταν το καφε-λαδι χρώμα (είχα δει το φτεράκι) και ότι ήταν τριάρι (δαγκάνες πίσω από τις μπουκαλες είχαν μόνο τα τριάρια). Για κάποιο λόγο που δεν γνώριζα το τριάρι είχε πλατίνες ενώ τα προηγούμενα ηλεκτρονική. Επνιξα το γελάκι μέσα μου: Μ’άρεσε που ήταν τριάρι, μ’άρεσε αυτό το υπέροχο σκατί χρώμα, μ’άρεσαν οι πλατίνες..

Δεν βαριόμουν πιά..

“Μην πάς”, μου είπε κοφτά το αριστερό ημισφαίριο, “θα μπλέξεις, θα πετάξεις λεφτά, κρίση μπαίνει, σκουριασμένο είναι, ιταλικά ηλεκτρικά, λάδια θα χάνει, κολλημένες βαλβίδες, τα ντελόρτο χάλια, την τύφλα σου δεν ξέρεις, κάτσε στα αυγά σου.”

Είχε δίκιο.

Κλείσαμε ραντεβού για το απόγευμα της Κυριακής.



Κεφάλαιο 5: Αποκάλυψις

Έφτασα στο ραντεβού με λίγη καθυστέρηση, μη με πάρει και για κανα λιγούρη. Είπαμε: αδιαφορία, μπλαζέ ύφος, τι χάλι ερείπιο ήρθα να δώ, την ώρα μου χάνω, δεν σώζεται το χρέπι, μοντιέ τι βρώμα κλπ.

Ο κ. Χρήστος ήταν εκεί, ευθυτενής, λεβεντόγερος, με αυτή την πατίνα του παλιού αστού που όλο και σπανίζει.. Συστηθήκαμε και άρχισε να μου μιλάει για αυτήν. Την είχε πρώτο χέρι, σχολαστικός με τα service, ότι χάλαγε κατευθείαν στο συνεργείο, δεν άφηνε τίποτα. Είχε ταξιδέψει και εκτός Ελλάδας, Ιταλία, δικάβαλο με την σύζυγο, φορτωμένο.  Τώρα δεν την καβαλούσε πιά, είχε την βέσπα του για τις βολτούλες του.

Έριξα το βλέμμα μου πάνω της. Την είχε ήδη  ξεσκεπάσει, η κουκούλα ήταν διπλωμένη πρόχειρα και ακουμπησμένη στο φειρινγκ.

Λένε ότι η πρώτη εντύπωση είναι η πιο σωστή, πριν προλάβει ο άλλος να μιλήσει, μετά φτιασιδώνεται, μιλάει, θολώνει την εικόνα. Δες γρήγορα τα μάτια, λένε, εκεί ψιλοφαίνεται η ψυχή.. Κοίταξα το τιμόνι, τα όργανα, αυτά είναι τα μάτια. Σκονισμένα, με αράχνες, σκουριά όπου φαινόταν βίδα, τιμόνι θαμπό, μανέτες λυγισμένες, ξεβαμμένες, βρώμικα σκασμένα γκριπ.

Αυστηρά όλα, λιτά. Ξεθόλωσα λίγο τα τζαμια στα όργανα. Veglia Borletti. Μυθικές λέξεις.

Κοίταξα το κοντέρ, έδειχνε κοντά 47 χιλιάδες.

-   Τόσα είναι;

Άναψε το δεύτερο τσιγάρο. Τόση ώρα δεν μιλούσε, με έκοβε.

-   Ότι βλέπεις είναι αληθινό, ότι σου λέω είναι αλήθεια είπε παγερά.

Το μηχανάκι γενικά ψιλοχάλια, αλλά όχι τόσο χάλια όσο είχα φανταστεί.

Το ρεζερβουάρ ξεβαμενο πίσω, εκεί που ακουμπάει η σέλλα και κάτω από την ίσαλο,  αλλά χωρίς χτυπήματα. Η σέλα σκισμένη, αρκετό πιτινγκ στο μοτερ, το πίσω φτερό μισοσπασμένο, το δεξί πλαϊνό καπάκι έλειπε, σωληνάκια – λαστιχάκια σκασμένα, εξατμίσεις με σκουριές, γενικά σκουριές παντού αλλά όχι βαθιές..

Είχε μπροστινό φειρινγκ καθώς και τα πλαινά που αγκαλιάζουν τους κυλίνδρους, και πίσω σχάρα με υποδοχές για πλαϊνές βαλίτσες.

- Βάλτο μπρός

- Τι βάλτο μπρός;

- Δουλεύει κανονικά, παίρνει μπροστά, βάλτο να τ’ακούσεις, έχω φέρει starter.

Είδε την έκφραση χάνου που είχα πάρει και δεν περίμενε. Σε 2 λεπτά είχε συνδέσει την εξωτερική μπαταρία, τράβηξε τσοκ και έδωσε μιζιά.

Με την δεύτερη το μοτέρ ζωντάνεψε.

-   Πιάσε το γκάζι, δές.

Δεν είχα ξανακουμπήσει ζωντανό Guzzi. Γύρισα τη γκαζιέρα διστακτικά, αργά. Το μοτέρ ράθυμα αλλά υπάκουα ανέβασε. Το μηχανάκι παλλόταν νωχελικά, το ένοιωσα να αναπνέει δύσκολα στην αρχή μετά ξεθάρεψε, του άρεσε.

Και μένα.

Δεν μιλήσαμε για λίγο, ακουγόταν μόνο το μοτέρ, ένας ήχος μεστός, αργός, ακανόνιστος. Είχα αφήσει το χέρι στο γκάζι, το σώμα μου συντονιζόταν τώρα στην ήρεμη, ανθρώπινη φωνή μιάς μηχανής.

Νομίζω εκείνη ήταν η στιγμή που το ερωτεύτηκα.

Αμέσως μετά φοβήθηκα, το έσβησα. Ποιος ξέρει πόσο καιρό ήταν τα λάδια στο μοτέρ, τι κατακάθια είχαν τα καρμπυρατέρ, πως ήταν οι βαλβίδες..

Προφανώς ο κ. Χρήστος είχε κατέβει πριν το ραντεβού, είχε βάλει φρέσκια βενζίνη, το είχε βάλει μπροστά, φαινόταν σίγουρος. Όπως και να έχει το μηχανάκι ήταν σίγουρα ζωντανό, ακίνητο ναι, με σκουριές και μαζέματα πολλά, αλλά σίγουρα ζωντανό.

Τα δεδομένα είχαν αλλάξει.

Η τιμή όμως όχι.

-   Είναι ψηλά κ. Χρήστο, σκεφτείτε το λίγο, η μηχανή είναι καλύτερη απ’ ότι νόμιζα αλλά δεν μπορώ να φτάσω τόσο ψηλά..

-   Θα σου δώσω και 2 σετ πλαινές Krauser, ταξιδεμένες αλλά καλές, κουμπώνουν στη σχάρα. Ομως το μηχανάκι δεν το σκοτώνω, ξέρω ότι αξίζει, θα το δείς.

Κοίταξα κάτω απ’ το μοτέρ, δεν είδα λάδια, το πεζοδρόμιο δεν είχε στάμπες..

Εβγαλα 2-3 φωτό και χαιρετηθήκαμε.

Το είχα αγγίξει αλλά ήταν ακόμα μακριά.

Σκέφτόμουν τα λόγια του.

"Ότι σου λέω είναι αλήθεια, ότι βλέπεις είναι αληθινό."

Small Block Stories Small Block Stories Small Block Stories



Κεφάλαιο 6: Θα την προσέχω.

Δώσαμε ραντεβού έξω από την τράπεζα της γειτονιάς, θα έβγαζα το παράβολο και μετά θα πηγαίναμε μαζί στο κοντινό ΚΕΠ. Λογικά σε μία ωρίτσα θα είχαμε τελειώσει.

Είχα πάρει άδεια απ’ τη δουλειά και δεν βιαζόμουν, όμως στην τράπεζα έφτασα πολύ νωρίτερα, πλήρωσα για τη μεταβίβαση και τον περίμενα. Είχα λίγο άγχος ήθελα να τελειώνουμε, μη κάτσει καμιά στραβή , μην λείπει κανα χαρτί.. Το προηγούμενο βράσυ διπλοτσεκάραμε από το τηλέφωνο τα πάντα, είχαμε ότι χρειαζόταν.  Ημουν κοντά, το ακούμπαγα πιά, σε μία ωρίτσα θα ήταν δικό μου..

Η συμφωνία δεν ήλθε εύκολα μας πήρε 2 μήνες. Στο τέλος η τιμή είχε κατέβει λίγο, εγώ είχα ανέβει αρκετά, απείχαμε 2 κατοστάρικα αλλά είχαμε κολλήσει εκεί. Αισθανόμουν ότι δεν θα έπεφτε άλλο και εγώ δίσταζα να ανέβω, ήθελα να έχω αυτό το 200άρι ρεζέρβα, κάτι μπορεί να μου χε ξεφύγει κάτι να μην είχα δεί.. Χρειαζόμουν μια επιβεβαίωση.

Μίλησα με τον αρχιερέα των Guzzi, “Πέτρο, πές μου ρε φίλε τη γνώμη σου”, του έγραψα και 2 λόγια για την περίπτωση.

«..στειλε μου μερικές φωτό σε ψηλή ανάλυση και θα σου πώ»

Του έστειλα τις φωτό που είχα βγάλει όταν την πρωτοείδα, αυτές είχα μόνο, 2 μήνες με αυτές κοιμόμουν με αυτές ξυπνούσα, είχα μάθει απέξω κάθε πίξελ..

Αφησα να περάσουν λίγες ώρες και κόλλησα στο F5..

Ο χρησμός –σχεδόν μία Α4– έφτασε την ίδια μέρα, αντιγράφω ακριβώς τον πρόλογο:

Νικο καλη εβδομαδα! Ειδα τις φωτο. Το V50 φαινεται πληρες και μεχρι καποια εποχη το προσεχε ο ιδιοκτητης του, μετα το παρατησε, αλλα ασε να φθασουμε κι εμεις στα 80+ και τοτε να δουμε πως θα ειναι τα δικα μας... Τα χρηματα δεν ειναι πολλα αλλα..

Οτι μου έγραψε στο ‘αλλά’ βγήκε στη πορεία (δεν έχει τσάμπα τα γαλόνια), αλλά σιγά μην το πρόσεξα. Αυτό που πρόσεξα είναι ότι μου έδωσε πράσινο φώς, κάντο ρε Νικόλα, θα σου βγεί, ότι βοήθεια χρειασθείς εδώ είμαστε..

Σε αυτές τις γραμμές, σε αυτό το Α4, βρήκα όχι μόνο τα 2 κατοστάρικα αλλά και  αυτό το χτύπημα στον ώμο που χρειαζόμουν. Στο αμέσως επόμενο λεπτό είχα σηκώσει το τηλέφωνο και το είχα κλείσει.

Ξαφνικά ένοιωσα απίστευτα χαρούμενος, σαν κάποιος να μου πήρε όλα μου τα προβλήματα, όλες μου τις έννοιες..

Κάποιος με ακούμπησε στον ώμο.

-   Καλημέρα Νικόλα, τέλειωσες με την τράπεζα;

-   Γειά σας κ. Χρήστο, είμαστε κομπλέ για ΚΕΠ, να πάρουμε ένα ταξάκι..

-   Τι ταξάκι, έχω έλθει με τη βέσπα, κοίτα τον ήλιο, σιγά μην μπούμε σε κουτί τέτοια μέρα, ανέβα να πάμε.

Ταμπλάς.

Το λεγα μέσα μου, κάτι θα στραβώσει κάτι θα στραβώσει, δεν μπορεί να τελειώσουμε τόσο γρήγορα. Κοντοστάθηκα. Συνήθως αποφεύγω να ανεβαίνω συνοδηγός, πόσο μάλλον.. Δεν είχα και κράνος μαζί μου (ούτε ο κ. Χρήστος βέβαια..)

Guzzi ήθελες φίλε, δεν θάναι όλα εύκολα.. Ανέβα.

Σε 10 λεπτά φτάσαμε, περάσαμε 2 κόκκινα, μπήκαμε ανάποδα σε 3 μονόδρομους, στη διαδρομή δεν έβαλε γλώσσα μέσα του, μούλεγε ιστορίες.

“Σφιγμένος είσαι, μην κάθεσαι σαν κατάρτι”, μου φώναξε καθώς έπαιρνε την τελευταία στροφή, στην γωνία φάνηκε το ΚΕΠ, μάλλον θα ζούσα αν βέβαια φρενάραμε πριν τον ταρίφα που έστριβε και αυτός.

“Μα τι λέτε, τι να φοβηθώ, το λατρεύω το βεσπάκι, το πάτε και ωραία..”  (είχα πανιάσει – ο Dunlop να με πήγαινε βόλτα στο νησί πιο άνετος θα ήμουνα..)

Τίποτα δεν στράβωσε, τίποτα δεν έλειπε, στο ΚΕΠ δεν είχε ουρά, σε 10 λεπτά τελειώσαμε και βγήκαμε έξω.

“Ελα να σε κεράσω ένα καφέ”, μου πρότεινε.

Κάτσαμε στο καφενείο δίπλα, είχε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο, στη σκιά.

-   Τι θα πάρεις;

-   Eεε, ένα ελληνικό με ολίγ..

-   Τι ελληνικό, εσπρέσο θα πάρεις, σκέτο, ιταλικό αγόρασες, να τα ξεχάσεις αυτά που ήξερες, παίρνεις αληθινή μηχανή τώρα, θα πίνεις αληθινό καφέ..

Χαλαρώσαμε, ήπιαμε το εσπρέσο μας, (δεν αστειευόταν, 2 εσπρέσο παράγγειλε), μιλήσαμε για άσχετα. Τον παρατηρούσα.

Μου άρεσε που έπαιρνα guzzi από τέτοιο άνθρωπο, μου ταίριαζε. Δύο μήνες που μιλάγαμε τον είχα μάθει, ήταν ντόμπρος, λίγο ιδιόρρυθμος, λίγο τζόρας (καλά, ιταλικά μηχανάκια είχε, τελείως νορμάλ δύσκολο να ήταν..)

Μού θύμιζε σε κάποια τον πατέρα μου..

Πέρασε ώρα, οι καφέδες είχαν τελειώσει, δεν έκανε κίνηση να σηκωθούμε..

“Να τα κλειδιά”, είπε ξαφνικά, “αυτό είναι του λουκέτου, πήγαινε πάρτη, θα κάτσω λίγο ακόμη να κάνω ένα τσιγάρο.”

Η φωνή του σκλήρυνε, μου θύμισε το πρώτο τηλεφώνημα, ξαναέγινε κοφτή, απότομη.

Κατάλαβα ότι ράγιζε λίγο.

Κατάλαβα.

Θα την έπαιρνα μόνος μου.  Δεν ήθελε να την δει να φεύγει. Δεν μπορούσε.

Μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορούσε.

Απέφυγε το βλέμμα μου, δεν μίλησε, μόνο μου έσφιξε τα κλειδιά στο χέρι.

Σηκώθηκα, τον ακούμπησα ελαφρά στον ώμο, άτσαλα, ο σερβιτόρος μας κοίταξε.

Ο δρόμος ήταν μικρός, συνοικιακός, δίπλα στο ΚΕΠ και το καφέ ήταν μερικά μαγαζάκια και ένα μικρό σούπερ μαρκετ. Αυτοκίνητα περνούσαν αραιά και πού,  κόσμος μπαινόβγαινε στο σούπερ, στο μπαλκόνι απέναντι μία νοικοκυρά άπλωνε ρούχα, κάτι παιδιά παίζανε σε μία πυλωτή. Στη στάση το λεωφορείο κατέβαζε κόσμο, ένας ταρίφας σταμάτησε, πήρε μια κούρσα.

Ένα συνηθισμένο πρωινό, σε μια συνηθισμένη γειτονιά, ένα παλιό Guzzi άλλαξε χέρια.



Κεφάλαιο 7: Τώρα πια, μαζί.

Νομίζω ότι δεν συμβαίνει συχνά. Δεν ξέρω, δεν έχω και μεγάλη πείρα σ’αυτά, αλλά μου φαινόταν παράξενο.

Δεν το περίμενα έτσι και ήταν απρόσμενα ωραίο.

Είχα μόλις αγοράσει ένα παλιό μηχανάκι που ήθελα από καιρό. Η άδειά του ήταν πια στη τσέπη μου, κρατούσα τα κλειδιά του. Πήγαινα να το πάρω, μόνος μου, με τα πόδια, κάνα μισάωρο απόσταση από το ΚΕΠ που έγινε η μεταβίβαση.

Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ξεκλειδώσω την αλυσίδα του, να βγάλω την κουκούλα και να το πάρω. Το σπίτι μου ήταν κοντά από εκεί, ανηφόρα δεν υπήρχε, θα το πήγαινα τσουληστό..


Το πρωινό ήταν όμορφο, τα δρομάκια στις γειτονιές ήσυχα, ακόμη και οι πολυκατοικίες μου φαίνονταν πιο ανθρώπινες. Είχε ένα γλυκό Ελληνικό ήλιο, από αυτούς που σε κάνουν να λές ότι είσαι στο καλύτερο οικόπεδο του κόσμου.. Απόλαυσα τη διαδρομή, δεν σου τυχαίνουν κάθε μέρα τέτοια, ανυπομονούσα να το πάρω αλλά δεν βιαζόμουν.

Γενικά δεν βιαζόμουν.


Είχα αποφασίσει ότι θα το συμμάζευα σιγά - σιγά μόνος μου, όσο έπιαναν τα χέρια μου, όσο μπορούσα.

Οι παλιοί λένε ότι χρειάζονται 3 Χ για να ασχοληθείς με μία παλιά μηχανή:

Από αυτά, το πρώτο δεν με ενδιέφερε. Δεν είχα πολύ ελεύθερο Χρόνο, αλλά από την άλλη δεν βιαζόμουν. Τα βράδια, ή τα Σαββατοκύριακα μπορούσα να ξεκλέβω κάποιες ώρες, θα μαστόρευα με την ησυχία μου, όπως ήθελα και όσο τράβαγε. Το γούσταρα και όσο το σκεφτόμουν το γούσταρα ακόμη πιο πολύ.

Το Χρήμα ναι, ήταν θέμα, αλλά δεδομένου ότι δεν θα πήγαινε συνεργείο και ότι θα την έφτιαχνα με το πάσο μου, ήταν διαχειρίσιμο.  Όποτε στέγνωνα τελείως, απλά θα περίμενα.


Ο Χώρος ήταν πρόβλημα. Μία μικρή γωνία σε ένα υπόγειο γκαράζ πολυκατοικίας, χωρίς καθόλου φυσικό φως και με ελάχιστο εξαερισμό. Όταν μπαινόβγαινε κάποιο αυτοκίνητο ο χώρος γινόταν ακατοίκητος από τα καυσαέρια για τουλάχιστον 5 λεπτά.. Παρόλα αυτά, ήταν 5-6 τετραγωνικά κλειστού χώρου, ας μην παραπονιόμουν, τι να πούν και άλλοι που ρυθμίζουν βαλβίδες στα πεζοδρόμια.. (το χα κάνει στο παρελθόν, ήξερα την γλύκα). Αποφάσισα ότι ήμουν βασιλιάς, έτσι και αλλιώς κυρίως βράδια θα δούλευα, δεν θα μπαινόβγαιναν και πολλά αυτοκίνητα, ευτυχώς δεν είχε ξενύχτηδες η πολυκατοικία. Και βράδυ, με ραδιοφωνάκι σε ένα έρημο υπόγειο γκαράζ, να φτιάχνεις ένα παλιό Guzzi.. Mου έκανε  σουρεάλ η φάση, μ’ άρεσε. Αυτά είναι τα ωραία, όχι σαν κάτι ξενέρωτους αμερικάνους στα σουμπούρμπανς που έχουν τα τριθέσια γκαράζ στο ισόγειο, με όλη τη φακόμ στο τοίχο και την μυρωδιά απ’ το γκαζόν να χαλάει τη λαδίλα..

Όσο το σκεφτόμουν, έβλεπα ότι κουτσά – στραβά θα τα ψιλοκατάφερνα με τα τρία Χ..  Αλλά κάτι άλλο μ’ έτρωγε, κάτι που ξέχασαν οι παλιοί σοφοί: Δεν ήμουν και ο σούπερ μηχανικός, ασχολιόμουν χρόνια αλλά με απλά πραματάκια.. Κάτι λαδάκια άλλαζα μόνος μου, κάνα φιλτρακι, έσφιγγα καμιά βιδούλα, άντε στο τσακιρ κέφι ρύθμιζα και βαλβιδούλες, αλλα μέχρι εκεί.


Τώρα πόσο θα αρκούσαν αυτά για να κολυμπούσα λίγο πιο βαθιά στο αραχνιασμένο μου απόκτημα.. Να λύσω καρμπ, να βγάλω εξατμίσεις, ρόδες, να παίξω με ηλεκτρικά να κολλήσω, να βάψω.. Ποτέ δεν είχα γδύσει τελείως ένα μηχανάκι..

Ναί με φόβιζε αλλά γουατ δε χελλ, θα προσπαθούσα.. Είχα κατεβάσει ότι μάνιουαλ κυκλοφορούσε στο νετ, διάβαζα μετά μανίας γκουζάδικα φόρουμ, το γιουτιούμπ ήταν φίλος μου, είχα και τα παιδιά της λέσχης μπακάπ (αν και ντρεπόμουν να τα πρήζω..)

Α, μην ξεχάσω το σημαντικό, είχα διαβάσει και το Ζεν, δεν μπορεί, μια ποιοτική σχέση με τις βιδούλες θα μου έβγαινε..

Δεν έβλεπα την ώρα..

Ανυπομονούσα, ανυπομονούσα τρελά να βάλω χέρι, να το λύσω.. Ήθελα να μάθω κάθε βίδα του, κάθε ψήκτρα του, κάθε μικρό σημείο του.. Ήθελα να το γνωρίσω.

Είμαστε μαζί τώρα, ήθελα να πούμε την ιστορία μας.

Δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα και έφτασα, ήταν εκεί στην γνώριμη θέση του, σκεπασμένο.

Δικό μου πια.


Δίπλωσα προσεκτικά την κουκούλα, την άφησα στην είσοδο της πολυκατοικίας, βρήκα το κλειδί του λουκέτου και ξεκλείδωσα την αλυσίδα. Είχα στο σακίδιό μου μία τρόμπα, έδωσα λίγο αέρα στα λάστιχα. Σε λιγότερο από 5 λεπτά είχα τελειώσει.

Απλά θα την έπαιρνα, δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο.

Θυμάμαι κάθε στιγμή..

Θυμάμαι ότι δίσταζε να κατέβει από το κεντρικό σταντ. Πολύ προσεχτικά, την έσπρωξα λίγο δυνατότερα, ένα δυνατό κλαγκ ακούστηκε και η μηχανή κύλησε απρόθυμα. Την ζύγισα και όρθιος από αριστερά, άρχισα να την τσουλάω.

Σχεδόν ευλαβικά, την κατέβασα από το πεζοδρόμιο και αρχίσαμε να προχωράμε.

Ένοιωθα πρωτόγνωρα αλλά την ίδια στιγμή οικία, σαν να την ήξερα χρόνια.

Δεν άκουγα τίποτα άλλο, οι ήχοι είχαν χαθεί απ τον δρόμο. Όπως σε ένα παλιό επεισόδιο του Τwilight Zone, ο κόσμος σταμάτησε, μόνο εγώ και η μηχανή προχωρούσαμε.

Μόνο εγώ και η μηχανή υπήρχαμε..

Αξίζει να το κάνεις. Έστω και αν φτάσεις μόνο μέχρι εδώ, αξίζει.


Φτάσαμε στο σπίτι μου, άνοιξα το υπόγειο γκαράζ με το τηλεκοντρόλ. Ανέβηκα πάνω της. Το μπροστινό φρένο έπιανε ελάχιστα, έδωσα μια μικρή ώθηση, μπήκαμε στην κατηφορίτσα της ράμπας και την κατεβήκαμε αργά.

Κανένας δεν μπήκε εκείνο το μεσημέρι στο υπόγειο παρκινγκ της πολυκατοικίας, κανείς δεν κατέβηκε να πάρει το αμάξι του.

Ευτυχώς.


Γιατί θα άκουγε από το βάθος ένα μικρό τρανζιστοράκι να τρίζει, ανοιγμένο τέρμα σε ένα rock σταθμό..

Και θα έχανε κάθε ιδέα για τον παράξενο μαστροχαλαστή από τον 2ο όροφο, που στην τελευταία, σκοτεινή γωνία του γκαράζ, χόρευε σαν τρελός γύρω από ένα παλιό, μισοσκουριασμένο Μoto Guzzi του ’80..

Small Block Stories Small Block Stories Small Block Stories



Κεφάλαιο 8: Η πρώτη βόλτα.

Αν μπορούν λίγα κομμάτια μέταλλο, πλαστικό και λάστιχο να σου δώσουν τόση χαρά..

Αν μπορεί ένα μηχανάκι να σε κάνει να νοιώσεις αγνός..

Αν μπορεί ένα άψυχο, βρώμικο, μισοσκουριασμένο γκούζι να είναι πιο ζωντανό από σένα, αν μπορεί να σου μιλήσει, να σε ακούσει να σε αγγίξει..

Η πρώτη βόλτα ήταν 800 μέτρα όλη και όλη και θα την θυμάμαι μέχρι να φύγω.

Δεν το είχα σχεδιάσει έτσι. Είπαμε, θα την έφτιαχνα με το πάσο μου κλπ κλπ. Και όταν όλα ήταν έτοιμα, μετά από καιρό, θα την έβαζα μπροστά. Καθαρή, περιποιημένη, γυαλισμένη, ίσως τράβαγα και ένα βιντεάκι σαν και αυτά που βλέπω στο τιούμπ: ‘Guzzi first start after ..”

Καμία σχέση. Αλλιώς έγινε, ξαφνικά , απρογραμμάτιστα.

Είχα κάνει λίγα πράγματα στη μηχανή. Φειριγκ και σχάρα δεν με ενδιέφεραν βγήκαν αμέσως. Φτερά και kωλοφάνερο ακολούθησαν, το πίσω φτερό είχε μικρό σπάσιμο θα το κολλούσα και μετά στοκάρισμα, ξύσιμο βάψιμο.  Η σέλα πήγε κατευθείαν για επισκευή.

Μετά για να ζεσταθώ, έκανα αυτό που ήξερα: Λαδάκια, βαλβολίνες.

Βαλβολίνες ευλαβικά ότι έλεγε το μάνουαλ, agip, να είναι και από τη πατρίδα του, στο διαφορικό πρόσθεσα και 10 ml μολυκοτ. Στο μοτέρ λοξοδρόμησα λίγο, έχω και γω τη παραξενιά μου με τα λαδάκια (δεν είμαι και ο μόνος :-)). Έβαλα λοιπόν ένα αμερικάνικο 20-50, απλό ορυκτέλαιο που βάζω σε ότι αερόψυκτο μηχανάκι έχει περάσει απ τα χέρια μου εδώ και δεκαετίες.

Καθόμουν λοιπόν και θαύμαζα τις ικανότητές μου στο ξεβίδωμα και στην αλλαγή λαδιών, έκανα το τσιγαράκι μου και σκεφτόμουν τα επόμενα τουντού:  Σειρά είχαν το τεπόζιτο (θα το έβαφα από την ίσαλο και κάτω, καθώς και στο πίσω μέρος και θα του άλλαζα ρακοράκια) μπροστινά φώτα (πολύ σκουριά, δεν την γλύτωνα την ηλεκτροστατική), εξατμίσεις, καρμπς, φίλτρο αέρα, φρένα, όργανα, σωληνάκια, ντίζες, η λίστα συνέχιζε μπαίναμε φουλ στο γδύσιμο.

Να πώ ότι ακόμη δεν είχα ρίξει ούτε σταλιά νερό επάνω του, με τις αράχνες και το χώμα ήταν, μόνο τις πολλές σκουριές είχα πάρει από τα δισκόφρενα. Το swaz με κοίταζε απορημένο από το ράφι, τι κάνει αυτός ο άνθρωπος μας έφερε την παλιαντζούρα και την έχει αφήσει με τη λίγδα. Αν με ρωτήσετε 'γιατί ρε φίλε δεν έριξες ένα νεράκι να φύγουν τα χοντρά και μετά μπαίνεις στο λύσιμο',  δεν ξέρω και γώ γιατί, ίσως ήθελα να το χαρώ λίγο ακόμη έτσι.

Την κοίταζα λοιπόν εκείνο το απόγευμα και δεν την χόρταινα.

Θεέ μου, τι ωραία μηχανή.

Έτσι όπως ήταν, μισόγυμνη, βρώμικη.

Ανθρώπινη.

Θυμήθηκα τα κιλά της: 157. Πόσο καιρό – χρόνια - είχα να ανέβω σε μηχανή που να ζυγίζει κάτω από 200..

Εκεί μου μπήκε η ιδέα.

Ήξερα ότι δεν ήταν σωστό, έπρεπε πρώτα να τελειώσω τα πάντα, θα περνούσαν μήνες, πολλοί μήνες.  Όμως.. Τώρα ακόμη μπορούσα, τώρα ήταν η ώρα.

Ήθελα να την ξανακούσω.

Θα την έβαζα μπροστά.

Η μπαταρία ήταν βέβαια νεκρή. Έδωσα ρεύμα από το αμάξι μου, σήκωσα το τσοκ και γύρισα τον διακόπτη. Τα λαμπάκια τρεμόπαιξαν, άναψαν.

Άνοιξα την πόρτα του γκαράζ μην πεθάνουμε απ΄το διοξείδιο και πάτησα μίζα, το χέρι μου έτρεμε. Ο αέρας, φρέσκος, πέρασε από το μισοβουλωμένο φίλτρο, βρήκε το δρόμο του στα παλιά ντελλόρτο, συνάντησε τη βενζίνη, στριμώχτηκε στα κύλινδρα.

Έγινε φωτιά, έγινε δύναμη. Έγινε φωνή.

Πήρε μπροστά με την πρώτη. Στο μισοάδειο υπόγειο γκαράζ η μηχανή ακούστηκε πιο μπάσα απ΄ότι τη θυμόμουν, πιο δυνατή. Πιό ζωντανή.

‘Ανέβα’ μου είπε.

Πέταξα τα καλώδια, έριξα μια κουρελού, ανέβηκα πάνω της. Ελαφρά σκυφτός, το τιμόνι ίσια μπροστά μου, τα πόδια – χωρίς τη σέλα - σε πολύ κλειστή γωνία.

Αλήτικο.

Ζέστανα 2 λεπτά, δεν άκουσα τίποτα παράξενο, δεν μύριζε τίποτα. Κοίταξα κάτω, καμία διαρροή. Έβαλα πρώτη και δοκίμασα να αφήσω συμπλέκτη. Η μηχανή έκανε να φύγει. Έψαξα τη νεκρά. Είχα διαβάσει ιστορίες τρόμου για την νεκρά στα γκούζι.

Μπήκε με τη μία.

Μια χαρά ακουγόταν, όλα φαινόντουσαν εντάξει, έβαλα το χέρι μου στο κλειδί να σβήσω.

Με έτρωγε..

Δεν είχα ρυθμίσει βαλβίδες, δεν είχα σχεδόν καθόλου φρένα, δεν, δεν, δεν..

Δεν έσβησα.

Θα την πήγαινα βόλτα. Δεν πειράζει που δεν έπρεπε. Λίγο, μέχρι την πάνω πλατεία και θα γύριζα. Προς την ανηφόρα, αν μου έσβηνε την έφερνα χαλαρά πίσω.

Έδωσα στροφές και άφησα αμπραγιάζ, ο ήχος έγινε ακόμα πιο μπάσος, οι παλμοί μου ανέβηκαν. Η μηχανή ξεκίνησε και  ανέβηκε την ανηφορίτσα της ράμπας.

Βγήκαμε στον δρόμο.

Αν έχεις οδηγήσει παλιό γκούζι, θυμάσαι την πρώτη σου φορά, ξέρεις.

Αν δεν ξέρεις εγώ δεν μπορώ να σου πώ, ελάχιστοι μπορούν. Φαντάσου μόνο. Και ότι φαντασθείς, θα είναι αλήθεια.

Έφτασα μέχρι την πλατεία, έκανα τον κύκλο για να γυρίσω. Στην κορυφή της, σε σημείο που ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί μπλόκο, μου έκαναν σήμα.

Δεν είχα τίποτα επάνω μου.

Κράνος δεν φόραγα, σαν λέτσος ήμουνα, τα 15 χρώματα της κουρελούς δεν βοηθούσαν. Χαρτιά δεν είχα ούτε για τσιγάρο..

Ήταν τρεις. Οι δύο ήλθαν κοντά μου, ο τρίτος καθόταν σε ένα Suzuki GS,  μέ έκοβε από μακριά. Μου ζήτησαν να σβήσω.

Δεν θα ξανάπαιρνε μπρός, αλλά αποφάσισα να μην πω τίποτα και έσβησα αμέσως. Καλύτερα να τους εξηγούσα με ηρεμία, χωρίς βιασύνη, με κλειστή μηχανή.

Είπα το ποίημά μου: Παλιά, παρατημένη, τη συμμαζεύω, την έβγαλα να τσεκάρω κάτι, δίπλα μένω. Χαρτιά εχμ, δεν έχω μαζί μου, αν θέλετε σας τα φέρνω απ το σπίτι. Αριθμό, βέβαια έχει, σπίτι και αυτός..

Δεν άκουγαν, πιτσιρικάδες ήταν, δεν πρέπει να είχαν ξαναδεί τέτοιο θέαμα, είχαν χαζέψει. Δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν, αλλά θα άρχιζαν..

Το ήξερα. Στο τμήμα θα την έβγαζα, στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι. Ένα μπλοκάκι δεν τους έφτανε για τις κλήσεις, το μπίκ θα τέλειωνε πριν γράψουν τις μισές..

Εκείνη τη στιγμή ο τρίτος σηκώθηκε απ το GS, πλησίασε. Τα είχε ακούσει όλα. Τον πρόσεξα καλύτερα, δεν ήταν και στην πρώτη νιότη. Έκανε μια αργή βόλτα γύρω απ τη μηχανή, κοντοστάθηκε στα όργανα, έσκυψε να δεί τα ντελλόρτο.

‘Είχα και..’ ξεκίνησε να πεί κάτι αλλά σταμάτησε. Δεν ήθελε να ανοίξει κουβέντα, ήταν και οι πιτσιρικάδες δίπλα.

Με κοίταξε, κάτι μουρμούρισε από μέσα του, κανείς δεν άκουσε.

‘Φεύγεις’ μου είπε μόνο.

Small Block StoriesSmall Block Stories Small Block Stories



Κεφάλαιο 9: Περί βιδών και διαστροφών.

Το μπροστινό φτερό είχε σπάσει κάποτε, στο ύψος του πιρουνιού, μάλλον είχε κοπεί στα δύο. Από πάνω δεν φαινόταν τίποτα αλλά στην εσωτερική πλευρά του η ραφή φαινόταν καθαρά, δεν είχαν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψουν το σπάσιμο. Δύο λαμάκια, δεξιά και αριστερά έδεναν τα 2 κομμάτια, πιασμένα με 4 πολύ κοντές βιδούλες..

Το χρώμα, προφανώς ξαναβαμμένο, κρατιόταν καλά. Δεν είδα διαφορά με το χρώμα στο πλαϊνό καπάκι ή στο πίσω φτερό. Άραγε τα είχαν βάψει όλα;

Τα μαμά φλάς μπροστά δεν υπήρχαν, λόγω φειρινγκ. Το χειρότερο ήταν ότι οι βραχίονες των φλάς που στο 3άρι είναι κολλημένες σε μία βάση πίσω από τον προβολέα, ήταν κομμένες από τη ρίζα τους. Αυτό θα κόστιζε, άντε βρές στο ebay αυτή τη βασούλα με τους βραχίονες που υπήρχε μόνο στο 3άρι.. Κάπου εκεί άρχισαν να μου μπαίνουν ιδέες για καφέ ρέισερ με μινιμαλ φλασακια, να άφηνα και λίγο μουσάκι, ίσως να έπαιρνα και ένα ανοικτό κρανάκι με καφε δέρμα βινταζ, να ταιριάζει με το ρεζερβουάρ..

Δεν είδα σημάδια από χοντρό πέσιμο. Εξατμίσεις, τιμόνια, καπάκια κυλίνδρων δεν είχαν συρθεί πολύ στην άσφαλτο. Είχε πέσει, είχε σπασίματα αλλά τίποτα μεγάλο.

Οι εξατμίσεις σωζόντουσαν. Δεν ξέρω αν είχαν πολύ ζωή ακόμη αλλά θα το προσπαθούσαμε.

Το ένα ντελόρτο είχε διαρροή από την εισαγωγή, απ’ ότι μου είπαν και τα παιδιά στη λέσχη θα άλλαζα το πλαστικό μαρκουτσι με μεταλλικό και θα ξένοιαζα.

Συνήθως έριχνα βεντε40 στις βίδες που θα έβγαζα, το άφηνα 2 μέρες και προσεχτικά ξεβίδωνα. Ξέσφιγγα, έβγαζα, έλυνα, ξεβίδωνα αυτό που ήταν από κάτω, ξαναέβγαζα..

Κάποιες φορές σταμάταγα, φοβόμουν μην χαλάσω κάτι, δεν ήξερα τον τρόπο. Υπομονετικά η μηχανή με βοηθούσε. Δεν με απογοήτευσε ούτε μία φορά, έτσι και αλλιώς δεν είχε πρόβλημα αυτή, εγώ είχα.

Με μάθαινε.

Και με μάθαινε να ασχολούμαι μαζί της. Τι της άρεσε, τι όχι. Πως έπρεπε να το κάνω, με τι σειρά. Όταν κολλούσα μού έδειχνε ότι δεν υπήρχε μόνο ένας τρόπος..

Τις βίδες που έβγαζα, τα παλιά παξιμάδια, τις ροδέλες τις έβαζα σε βαζάκια με ετικετούλες για να θυμάμαι που πηγαίνανε. Σε μερικές κολλούσα χάρτινο τειπ και έγραφα από πού είναι.

Είχαν κάνει τη δουλειά τους. Είχαν κρατήσει, είχαν αντέξει. Σκουριασμένες σχεδόν όλες, τα χρόνια έξω δεν κρυβόντουσαν.

Θα τις άλλαζα όλες με καινούργιες, ανοξείδωτες. Στεινλεςς στιλ. Με παξιμάδια ασφαλείας όπου έπρεπε, με γκροβεράκια. Και όπου μπορούσα allen. Δεν ήταν μεγάλο το έξοδο, είχα ήδη βρει sites, μερικές σκεφτόμουν να τις πάρω και χρωματισμένες, μπρονζε, σίγουρα θα δείχνανε και θα ταιριάζανε με το καφέ..

Τις παλιές θα τις πέταγα, αφού σιγουρευόμουν ότι οι καινούργιες ταιριάζανε.

Βέβαια με έτρωγε..

Δεν μου φαινόταν τίμιο. Δεν ταίριαζε μ’αυτό που έκανα. Μια παλιά μηχανή έφτιαχνα. Σωστότερα, μια παλιά μηχανή φρόντιζα.

Βιδούλες θα μου πείτε, ταπεινές και χτυπημένες, σκουριασμένες.. Αλλά τόσα χρόνια αυτές ήταν, αυτές ένωσαν, αυτές κράτησαν. Από παλιό (ιταλικό;) μέταλλο, θαμπό, γνήσιο.

Θα το πέταγα και θα έβαζα το κινέζικο;

Εύκολο ήταν, γρήγορο και γυαλιστερό..

Αλλά.. δεν ήθελα εύκολο. Δεν ήθελα γυαλιστερή μηχανή. Ηθελα ένα παλιό Guzzi. Καθαρό ναι, φροντισμένο περιποιημένο ναι, αλλά γνήσιο.

Αποφάσισα το δύσκολο: Θα τις κράταγα. Θα τις φρόντιζα, θα τις ξεσκούριαζα, θα τις καθάριζα. Βρήκα κι άλλα βαζάκια, τα γέμιζα ξύδι και άφηνα τις βίδες μέσα για μέρες.. Μετά τις έβγαζα, τις έτριβα μια – μία, έβαζα σπρει στις σπείρες και αλοιφή στο κεφάλι.  Το ίδιο θα έκανα και με ότι μπορούσα να σώσω, σκουριασμένα ελατήρια του σταντ, θαμπά φώτα και πίσω φλάς, στεφάνες, ότι ήθελε να σωθεί. Ξεσκούριασμα, λάδωμα, αλοιφή.

Και ότι έλειπε, εύκολα ή δύσκολα θα το έβρισκα. Της άξιζε να γίνει όπως ήταν. Μια άλλη φορά, σε μια άλλη μηχανή –ποιος ξέρει- θα έκανα το καφε ρεισερ.

Τώρα, αυτή, την ήθελα αυθεντική. Χωρίς φτιασίδια.

Μία αυθεντική, παλιά, Moto Guzzi.

Και βέβαια κουραζόμουν. Νύχτες και κυριακάτικα πρωινά περνούσαν αργά, φροντίζοντάς την. Στο γκαράζ ή στο μπαλκόνι μου. Δεν μέτραγε ο χρόνος. Δεν υπήρχε έξω κόσμος. Ημουν εγώ και αυτή. Μπορεί να μου έπαιρνε μέχρι το ξημέρωμα  να βγάλω μόνο την εξάτμιση και τις  φλαντζούλες της. Μπορεί να πέρναγε ένα σαββατοκύριακο μετά να την περιποιηθώ, συνήθως με τα χέρια μου, elbow grease που λένε, σπάνια έβαζα βουρτσάκι.

Το λάτρευα.

Τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να ανησυχώ αλλά σκεφτόμουν, μια μικρή διαστροφούλα μάλλον πρέπει να την είχα..

Ντρέπομαι λίγο να τη γράψω αλλά, έτσι και αλλιώς σιγά μην διαβάζουν και πολλοί αυτό το ξεχασμένο thread, μεταξύ μας είμαστε, μόνος μου είμαι.

Λοιπόν, τελικά μου αρέσει να γδύνω μηχανές..  Ορίστε το είπα. Και μάλιστα όχι καινούργιες, λαμπερές και καθαρές. Όχι. Μου αρέσει να γδύνω παλιές και βρώμικες. Σκουριασμένες, παρατημένες και αραχνιασμένες.

Αυτές μου αρέσουν.

Μηχανές που έχουν ταξιδέψει, που έχουν ζήσει, που έχουν πέσει. Μηχανές με ιστορία, με πληγές.

Μηχανές του δρόμου.

Κάθε βίδα που βγάζω, κάθε πάνελ, κάθε κομμάτι κάτι μου λέει:

Μερικά δεν έχουν βγεί ποτέ, δεν τα έχει πιάσει κανείς,  είναι εκεί όπως τα έβαλε ο τεχνίτης στο εργοστάσιο, όπως ακριβώς τα σχεδίασε ο μηχανικός. Βιδούλες σωστά σφιγμένες, κάποιες με το Loctite να φαίνεται ακόμη, παξιμάδια στη ροπή τους που δεν τα έχει ακουμπήσει ποτέ λάθος εργαλείο..

Άλλα που βγαίνανε τακτικά για κάποια συντήρηση, για κάποια αλλαγή, βλέπεις γδαρσίματα από τα εργαλεία, ροδέλες αλλαγμένες. Βλέπεις τα σημάδια του μάστορα, την αξιοσύνη του ή την τσαπατσουλιά του, αν βιαζόταν, αν το πρόσεξε.

Και μετά είναι αυτά που έπαθαν ζημιά, που χτυπήθηκαν, που έσπασαν. Κάποια από χύμα, κάποια που φτιάχτηκαν πρόχειρα στην άκρη του δρόμου, πατέντες έξυπνες, επισκευές με μεράκι, αρπακόλες της αρπαχτής..

Όλα εκεί είναι, περιμένουν κάποιον, κάποτε, να πούν την ιστορία τους, να ξαναζήσουν.

Να ξαναβγούν στο δρόμο.

Ιστορίες δρόμου.

Ιστορίες μηχανών, ιστορίες ανθρώπων.

Γραμμένες σε βίδες, χαραγμένες σε μέταλλα.

Small Block StoriesSmall Block StoriesSmall Block Stories



Κεφάλαιο 10: Βρώμικα φίλτρα, καθαρές ψυχές.

Πρέπει να ήταν ένα Δευτεριάτικο πρωινό. Η μάλλον σίγουρα ήταν ένα Δευτεριάτικο πρωινό και μάλιστα φθινοπωρινό, μουντό και κρύο. Από αυτές τις τσαγκαροδευτέρες που σιχτιρίζεις την ώρα και την στιγμή..

Ο Τζιουζέπε έφτασε στην δουλειά αγουροξυπνημένος, ούτε ένα εσπρέσο στο πόδι δεν πρόλαβε να πιεί και άνοιξε την πόρτα της μεγάλης αίθουσας στα γραφεία στο Μαντέλλο.. Τώρα τίνος ιδέα ήταν μητινγκ στις εννέα το πρωί της Δευτέρας δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει, εκεί ήταν καθόταν στη κορυφή του τραπεζιού με το γνωστό ξερολίστικο υφάκι που τον είχε κάνει τόσο αγαπητό σε όλη την ομάδα.. Κάθισε όσο πιο μακριά του μπορούσε, δίπλα στον Αντόνιο, ένα συμπαθητικό παλληκάρι που δούλευε στο τμήμα αναρτήσεων. Χαιρετήθηκαν με νόημα.

‘Στραβωμένο τον βλέπω σήμερα τον Γλίτσα’ του ψιθύρισε. Δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του.. Γλίτσας ήταν το παρατσούκλι του Κάρλο του αντιπαθητικού υπεύθυνου ηλεκτρολογικών που είχε αναλάβει και καθήκοντα προτζεκτ μάνατζερ στην καινούργια πεντακοσάρα που σχεδίαζαν. Ήταν αυτός που είχε την φαεινή ιδέα για το πρωινό μίτινγκ επειδή και καλά είχαν καθυστερήσει και έπρεπε να γκαζώσουν..  Για κάποιο απροσδιόριστο, μη προφανή λόγο τον είχαν βάλει  προτζεκτ μάνατζερ..

Αβυσσος η ψυχή..

Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα ούτε γιατί τι είναι προτζεκτ ούτε για το τι σημαίνει μάνατζερ (καλά μερικοί λέγανε ότι και στα ηλεκτρολογικά δεν ήταν και το πρώτο αστέρι..) Άλλωστε όλοι ήξεραν πώς είχε ανέβει, δεν ήταν τυχαίο το παρατσούκλι..

Τον είδε που γελούσε, οι ματιές τους συναντήθηκαν.. Δεν συμπαθιόντουσαν. Από παλιά, από εκείνο το επεισόδιο με την Φραντζέσκα, τότε που την γούσταραν και οι δύο.. Από τότε τρωγόντουσαν.

Είχαν τώρα έλθει όλοι οι μηχανικοί και ξεκίνησαν.  Δεν έχασε χρόνο. Άρχισε κατευθείαν απ’ αυτόν, μπήκε κατευθείαν στο ψητό.

'Λοιπόν Τζιουζέπε, η υπομονή μας έχει τελειώσει. Πρέπει να κάνεις επιτέλους κάτι και εσύ, από την αρχή του έργου λουφάρεις συστηματικά και ότι έχεις κάνει μέχρι τώρα ήταν για κλάματα..' Τον πρόσβαλλε μπροστά σε όλη την ομάδα. Πρώτη φορά ένοιωσε έτσι. Προσπάθησε να πει κάτι αλλά ο άλλος τον έκοψε. 'Λοιπόν, δεν χρειάζονται λόγια, δεν έχουμε άλλα περιθώρια, το βλέπετε όλοι ο χρόνος πιέζει.' Σταμάτησε και τον κοίταξε έντονα. 'Έχεις δύο μέρες να τελειώσεις με το φίλτρο αέρα αλλιώς μας βλέπω και τους δυό μας να ψάχνουμε δουλειά.' Όλοι τον κοίταζαν τώρα. 'Φύγε και έλα με τα σχέδια μεθαύριο. Δεν είναι και τόσο δύσκολο, ένα φίλτρο αέρα σου ζητήσαμε και το παιδεύεις ένα μήνα.' Ο τόνος του ήταν υπερβολικά περιπαιχτικός..

Ένοιωσε τελείως ξεφτίλα και κοκκίνησε. Αυτό πήγαινε πολύ. Τότε με την Φραντζέσκα, τώρα αυτό.. Θα του έδειχνε όμως. Δεν τον ένοιαζε αν τον σουτάρανε. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Θα του έφερνε το σχέδιο σε δύο μέρες. Αλλά τι σχέδιο..

Μάλλον έτσι θα έγινε. Ίσως όχι ακριβώς, αλλά κάπως έτσι.

Είχα φτάσει στο φίλτρο αέρα, έλυνα τα κομμάτια του και προσπαθούσα να καταλάβω:

Ο αέρας έμπαινε από μια πλαστική κατασκευή με στόμιο προς την μπροστινή πλευρά και κάτω ανάμεσα στους κυλίνδρους. Ας πούμε λογικό. Η κατασκευή στερεωνόταν (τρόπος του λέγειν) με μια πεταλουδίτσα από ένα σιδεράκι που κρεμόταν από τον σκελετό. Το φίλτρο έμπαινε στο φιλτροκούτι φορετό σε ενα μεταλλικό κύλινδρο που στο μπροστινό της κομμάτι κατέληγε σε 2 λαμάκια που με την σειρά τους πιανόντουσαν από ένα στέλεχος βίδας που έπιανε στο μπροστινό σιδεράκι και έδενε με την πεταλούδα. Τώρα το πίσω μέρος της πλαστικής κατασκευής που έμπαινε το φίλτρο, στερεωνόταν με ένα συνδυασμό δαχτυλιδιών με ένα λαστιχένιο κύλινδρο ο οποίος είχε μία οπή στο κάτω μέρος του. Στην οπή αυτή έφταναν οι αναθυμιάσεις από τις κεφαλές με 2 λαστιχένια σωληνάκια που περνούσαν  ανατριχιαστικά κοντά στις καυτές ψήκτρες..

Μέσα σε αυτόν τον λαστιχένιο κύλινδρο υπήρχε ένας άλλος, κοντύτερος λαστιχένιος κύλινδρος ο οποίος με ένα δαχτυλίδι σφράγιζε σε μία (ξανα λαστιχένια) κατασκευή που οδηγούσε τον αέρα από το πάνω κυλινδρικό στέλεχος σε 2 μικρότερα στελέχη ακριβώς από κάτω, ώστε να έλθει ο ταλαίπωρος αέρας στην ίδια ευθεία με τις εισαγωγές των καρμπυρατέρ. Να προσθέσω ότι στο τελευταίο στέλεχος υπάρχει και ένα μεταλλικό σωληνάκι σε σχήμα λυγισμένου Τ..

Τώρα είμαι σίγουρος ότι αναρωτιέστε ‘καλά και που στερεώνεται όλο αυτό εκτός από το μπροστινό σιδεράκι με την πεταλουδίτσα?’ Λοιπόν η απάντηση είναι πουθενά..

Η μάλλον ακουμπάει στις εισαγωγές των ντελόρτο. Απλά θηλυκώνει εκεί. Θα μου πει βέβαια ο παλιός γκουζίστας τι ήθελες να κάνουν να το στερεώσουν καλύτερα και να μεταφέρονται οι κραδασμοί του βε;

Πόσα έπρεπε να μάθω..

Και εκεί που έβγαζα φωτό, κόλλαγα αυτοκόλλητα χαρτάκια για να μην χάσω την σειρά, κράταγα σημειώσεις τι πάει πού, μου ήλθε η φριχτή σκέψη:

Και καλά, τώρα που έχω λυμένα τα πάντα, θα αλλάξω φίλτρο εύκολα. Τι θα κάνω όμως όταν στο μέλλον απλώς θέλω να αλλάξω φίλτρο και όλα αυτά θα είναι κρυμμένα πίσω από τους κυλίνδρους και τα καρμπυρατέρ;

Κάτι μου ξέφευγε.. Έψαξα στο νετ, στα φόρουμς,τζίφος.. Μόνο κάτι παράξενα διάβαζα..

Έσκυψα το κεφάλι, πήγα στη λέσχη και ρώτησα  τα παιδιά. 'Πως αλλάζουμε φίλτρο ρε παιδιά;', (ντρεπόμουν, τι ασχετίλα..)

Είδα κρυφογελάκια.. και μισόλογα. Μερικοί μου αρχίσανε κάτι για χοάνες και δεν χρειάζονται τα φίλτρα.. Κάτι άλλοι ότι δεν το αλλάζουμε δεν βρωμίζουνε εκεί που είναι..

Με είδε χαμένο ο Πέτρος, με έπιασε και πήγαμε στο μπαρ. Με κέρασε ένα μπακαρντάκι, το χρειαζόμουν..

'Κοίτα, δεν έχεις τζαπαν τώρα ούτε μερκελ. Ιταλικό έχεις. Θα φτιάχνεις το εσπρεσακι σου, θα χαλαρώνεις. Να έχεις κανα διωράκι, δεν θέλει βιασύνες. Θα βγάζεις το ένα καρμπ, ευκαιρία είναι θα καθαρίζεις και ανάμεσα στους κυλίνδρους, θα τσεκαρεις συρματόσχοινα, λαστιχάκια αν είναι οκ μην σε αφήσουν σε καμιά ερημιά, θα..'

'Για να αλλαξω φιλτρο?'

'Για να αλλάξεις φίλτρο. Αλλά σου είπα δεν θα κανεις μόνο αυτό..'

Εφυγα από την λέσχη μπερδεμένος.

Ήταν αργά, ο δρόμος κάτω ήταν έρημος. Ψυχή δεν περνούσε, μόνο ο αέρας ακουγόταν. Περπάτησα προς το πάρκινγκ, έκανε ψύχρα..

'Μην προσπαθείς να καταλάβεις.'

Η φωνή ήρθε από πίσω μου. Ξαφνιάστηκα, γύρισα απότομα.  Ήταν δύο άντρες, και λίγο πιο πίσω τους μια γυναίκα. Είχε κοντοσταθεί και προσπαθούσε να ανάψει ένα τσιγάρο. Δεν ήταν κι εύκολο με τόσο αέρα..

Ούτε κατάλαβα από πού ξεφύτρωσαν.

'Εχεις φωτιά;' με ρώτησε ο πιο ψηλός, ευγενικά, με σπασμένη προφορά.  Είχα το ζιππο μαζί μου. Ήταν ότι χρειαζόταν με τόσο αέρα. Το πήρε, άναψε, και μουκανε νόημα αν με πείραζε να το δώσει και στην γυναίκα. 'Παρακαλώ'.

Δεν ήταν από δω, μιλάγανε όμως καλά Ελληνικά.

Τράβηξε μια ρουφηξιά, είπε κάτι στον φίλο του, και γύρισε σε μένα:'Κάποια πράγματα έχουν λόγο που είναι έτσι, κάποια όχι. Η έτσι φαίνεται τουλάχιστον.'

Τον κοίταζα σαν χαζός.

'Ακόμη και το φίλτρο.'

Άρχισα να καταλαβαίνω. Για το φίλτρο του v50 μίλαγε, προφανώς ήταν στη λέσχη και είχαν ακούσει την κουβέντα πριν.

Συνέχισε: 'Στην αρχή σου φαίνεται περίπλοκο, παράλογο. Έχεις δίκιο. Στην αρχή δεν βγάζει νόημα. Αυτό που φαίνεται δεν βγάζει νόημα. Μετά όμως θα καταλάβεις.' Σταμάτησε, φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω.

'Μετά;'

'Μετά. Όταν την ζήσεις. Τότε θα καταλάβεις. Όλα είναι εκεί επειδή πρέπει να είναι εκεί. Ακόμη και αν είναι λάθος, για κάποιο λόγο είναι..Δες και την ομορφιά της.' Σταμάτησε, η ματιά του γύρισε για μια στιγμή στην γυναίκα. Την κοίταξα και εγώ, είχε κάτσει σε ένα πεζούλι, κάπνιζε το τσιγάρο της και μας χάζευε. Δεν ήταν πολύ όμορφη, κι όμως έτσι όπως καθόταν, έτσι όπως είχε σταυρώσει τα πόδια της, έτσι όπως μας κοίταζε..

'Μία απλή μηχανή είναι', συνέχισε, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο. Φτιαγμένη από απλούς ανθρώπους. Από μηχανικούς που αγαπούσαν να φτιάχνουν μηχανές, όχι από ρομπότ και cad'.. Μου φάνηκε ότι κόμπιασε λίγο.

Με κοιταξε στα μάτια, διαπεραστικά. 'Ταιριάζετε' μου είπε αργά, τόνιζε όλες τις συλλαβές.

Τον ζάλισες τον άνθρωπο με τις φιλοσοφίες σου βραδυάτικα, τον διέκοψε ο φίλος του. Μέχρι τώρα μας άκουγε, δεν μίλαγε, μόνο το έβλεπα να συμφωνεί να επιδοκιμάζει.

Πρέπει να γνωρίζονταν καιρό, ήταν πολύ άνετοι μεταξύ τους.

Η γυναίκα είχε σηκωθεί τώρα, ίσιωνε τη φούστα της και τους φώναξε: 'Τζιουζέπε, Καρλο, (τραγουδιστά, ήταν φανερό ότι ήταν Ιταλίδα) πάμε είναι αργα, κουράστηκα.'

Της απάντησαν σχεδόν μαζί (σίγουρα γνωριζόντουσαν χρόνια): 'Τώρα ερχόμαστε Φραντσέσκα. Χαιρετάμε και ερχόμαστε'.

Δώσαμε τα χέρια.

Πήγαν προς το μέρος της, την έπιασαν αγκαζέ και προχώρησαν προς το πάρκινγκ. Δυο τρεις μηχανές είχαν μείνει και μερικά αυτοκίνητα. Ο αέρας είχε πέσει τώρα.  Η λάμπα του δήμου προσπαθούσε αλλά το μόνο που καταφερνε ήταν να ριχνει ένα θαμπό κιτρινωπό φώς που σχεδόν δεν έκανε σκιές. Τους έβλεπα να προχωρούν μαζί, πηγαίνανε σε μια παρκαρισμένη 156 και μιλάγανε διαρκώς ..  Μου άρεσε αυτή η σκηνή..  Μου άρεσε που τους γνώρισα, μου έβγαζαν ψυχή.. Για κάποιο λόγο ένοιωσα ότι τους ήξερα χρόνια..

Ξαφνικά αισθάνθηκα πιο σίγουρος, πιο ήρεμος.

Λίγα μέτρα πριν το αμάξι, ο Καρλο γύρισε, μου κούνησε το χέρι:

'Και για τα ηλεκτρικά θα ακούσεις ιστορίες' μου είπε με νόημα. 'Ουτε αυτά θα καταλάβεις. Πολλά λένε, τα γνωρίζω..'

'Όμως άκουσέ με.' Και οι τρείς με κοίταζαν τώρα.

'Αγάπησε τη μηχανή σου γιαυτό που είναι, όχι γιαυτό που φαντάζεσαι. Αγάπησε αυτήν, όχι τον μύθο της. Δεν χρειάζεται τώρα να καταλάβεις.

Δες πέρα απ’την εικόνα.

Ξέχνα τα όλα, ότι ακούς, ότι διαβάζεις. Καθάρισε το νού σου.

Όλα είναι εκεί, σωστά ή λάθος εσύ θα το πείς όχι οι άλλοι.

Ομορφα ή άσχημα εσύ θα το πείς.

Πλύνε τα φιλτροκούτια, άλλαξε φίλτρο, φρόντισε τα ηλεκτρικά. Δεν είναι όπως τωρα τα βλέπεις.

Ζησε μαζι της, βγες στο δρόμο.

Νοιώσε την.

Μονο εσύ και αυτή.

Μόνο τότε, μόνο έτσι, θα καταλάβεις.'

Small Block StoriesSmall Block StoriesSmall Block Stories



Κεφάλαιο 11: Εμείς, τα χέρια.

Η ρύθμιση βαλβίδων ήταν σκέτη απόλαυση.

Οι κεφαλές βγήκαν χωρίς βιαιότητες, ένα σιγανό σκούντηγμα με την ματσόλα ήταν αρκετό. Οι βίδες είχαν ξεσφίξει όλες όμορφα, με εκείνο το αγχολυτικό ‘τακ’, τον ήχο που κάνουν τα μέταλλα όταν η δύναμη της καστάνιας σου γίνεται μεγαλύτερη από την τριβή των σπειρωμάτων.

Για να ξεκολλήσω τις φλάτζες παιδεύτηκα λίγο: Δεν βγήκαν ολόκληρες, σε κάποια σημεία τους έμειναν υπολείμματα που φαίνονταν σχεδόν πακτωμένα τόσο στο καπάκι, όσο και στους κυλίνδρους. Με υπομονή και wd40 καθάρισα όσο μπορούσα. Δεν πρόσεξα πουθενά διαρροές ούτε στην εσωτερική μεριά του βε, ένα σημείο που φοβόμουν αρκετά γιατί είχα διαβάσει ιστορίες στα φόρουμς για δακρυσμένες κυλινδροκεφαλές. Μάλλον ο τελευταίος που ρύθμισε είχε προσέξει να κάτσουν καλά οι  φλάντζες και είχε σφίξει σωστά τις κεφαλές. Εκτός και αν οι ιστορίες στα φορουμς ήταν υπερβολικές, όπως μερικές φορές συμβαίνει..

Υπέκυψα αμέσως στην γοητεία αυτής της κεφαλής.  Πήρα το μικρό σκαμνάκι μου και έκατσα και χάζευα ώρα τις 2 βαλβίδες, το λαδάκι που γυάλιζε στα ελατήρια,  τα κοκοράκια..

Η γωνία του βε ήταν τέτοια ώστε τα πάντα να είναι ακριβώς μπροστά σου, εκτεθειμένα, απλά. Δεν σκύβεις όπως στο μπόξερ ούτε στριμώχνονται τα δάχτυλά σου κάτω από τον σκελετό όπως στα παλιά αερόψυκτα θάμπερ, παρόλο που και τα δύο είναι από τα πιο εύκολα στη ρύθμιση μοτέρ.

Χωρίς αμφιβολία ήταν οι πιο άνετες και φιλικές στη ρύθμιση βαλβίδες που έχω ασχοληθεί ποτέ μου. Δεν το χρειαζόντουσαν αλλά το άξιζαν και με το παραπάνω το περιττό εξοδάκι που είχα κάνει για χάρη τους: ενώ είχα το κλασσικό εργαλείο με τα φιλεράκια, πήγα και πήρα δύο από αυτά τα μονά, με το πλαστικό χερουλάκι, να κάνω την ρύθμιση μερακλίδικα.. Τα νουμεράκια που πήρα ήταν 0,15 για την εισαγωγή και  0,20 για την εξαγωγή, διάκενα  λίγο μεγαλύτερα από ότι δίνανε οι αρχικές προδιαγραφές της Guzzi.  Τα είχα δει σημειωμένα χειρόγραφα σε μερικά μανουαλ που κατέβασα ενώ τις αρχικές τιμές (0.10 και 0,15) τις είχαν διαγράψει.. Τσέκαρα και με τα παιδιά στη λέσχη, έτσι ήταν.

Φαίνεται ότι τα πρώτα χρόνια κάποιες βαλβίδες θα άρπαζαν και δόθηκαν νέα σπεκς στα συνεργεία. Θυμήθηκα και έναν συνεργατζή στου Γκύζη παλιά, (τον είχα πρήξει τον άνθρωπο) που μούλεγε για το εξελακι μου: ‘Αστο ρε Νικόλα να κουδουνάει και λίγο.. Καλύτερα λίγο ανοικτές, δεν πειράζει να τις ακούς τον χειμώνα, παρά κλειστές και να πάρεις τις βαλβίδες στο χέρι με τις ζέστες.’

Δεν ξέρω αν είχε δίκιο. Είχε σίγουρα δίκιο όμως όταν μουλεγε να διαλέγω τα εργαλεία. ‘Μην τσιγγουνεύεσαι, πάρε αυτά που κάθονται στο χέρι σου, αυτά που νοιώθεις. Και αυτά, χέρια σου είναι.

Τα φιλεράκια απλά κάθισαν στο χέρι μου, ζυγισμένα, απόλυτα. Πρώτη φορά ήμουν τόσο σίγουρος για το σωστό ρύθμισμα, πρώτη φορά αισθάνθηκα ότι πέτυχα ακριβώς αυτό το ελαφρό τράβηγμα που πρέπει να νοιώθεις στο σωστό διάκενο: Ούτε πολύ χαλαρό ούτε πολύ σφικτό, ούτε ελεύθερο ούτε μαγκωμένο.. Ήταν λές και έβλεπες την τριβή να μεταβάλλεται σχεδόν χωρίς να κουνάς την βίδα ρύθμισης, λές και τα άκουγες να σου διαβάζουν κάθε μιλιμετρ:  ‘Είσαι στο 0.14 θέλεις λίγο ακόμη,  εδώ έφτασες στο 0.15 σφίγγεις , εδώ σου άνοιξε λίγο πήγες στο 0.16.. Δεν ξέρω βιολί αλλά κάπως έτσι φαντάζομαι το τράβηγμα στο δοξάρι όταν αγγίζει την χορδή, έτσι πρέπει νάναι,  όπως αυτά τα φίλερ όταν γλιστράνε στα διάκενα..

Υπερβολές, πώς κάνεις έτσι, δύο βαλβίδες ρύθμισες θα πούν οι μπαρουτοκαπνισμένοι..

Υπερβολές ναι, αλλά τέτοιο δίωρο μηχανολογικής γιόγκα, τέτοια πλήρη αποκοπή από το περιβάλλον και αφοσίωση σε μια απλή ρύθμιση βαλβίδων δεν μου είχε ξανατύχει.. Είναι απίστευτο τελικά τι μπορεί να κάνει το σωστό εργαλείο ακόμη και στα άβγαλτα χέρια του ερασιτέχνη γουαναμπί μαστοράκου..

Σταδιακά μάζεψα και ότι έλειπε από τα φλάς. Τους βραχίονες πίσω που λείπανε (τα φλάς υπήρχαν αλλά έδεναν κατευθείαν στη σχάρα), τους βρήκα πολύ φτηνά σε ένα μαγαζί στην βόρειο Ελλάδα.  Τα μπροστινά φλάς μαζί με το σπάνιο σιδερένιο πλαίσιο με τους ενσωματωμένους βραχίονες τα βρήκα μεταχειρισμένα στο ebay, μόνο που αυτή τη φορά τα πλήρωσα αρκετά.. Ευτυχώς είχα στο μεταξύ πουλήσει τις Krauser οπότε μου περίσσεψαν και λίγα ψηλά να στείλω 2-3 σιδερικά για ηλεκτροστατική.

Σιγά σιγά μαζευότανε.

Όσο έφτιαχνα πράγματα, όσο ασχολιόμουν με κομμάτια της μηχανής που δεν είχα ακουμπήσει ποτέ στο παρελθόν, τόσο αισθανόμουν και πιο σίγουρος ότι μπορούσα και πιο πέρα:

Μπορούσα να αλλάξω τσακισμένους ακροδέκτες σε καλωδιώσεις, να βάλω νέα φλασιέρα, να τσεκάρω καλώδια; (ελεμένταρι μαι ντίαρ)

Μπορούσα να στοκάρω να τρίψω και να βάψω; (Μπορούσα μία χαρά, ή σχεδόν..)

Μπορούσα να βρω γιατί δεν ανάβει το καινούργιο λαμπάκι της νεκράς; (Εννοείται, βέβαια έπρεπε να ξαναλύσω πρώτα το μισό μηχανάκι για να βρω τον ξεχασμένο αισθητήρα θαμμένο κάτω από τη βάση της μπαταρίας και ένα καλωδιάκι να κόβει αμέριμνο βόλτες δίπλα του)

Μπορούσα να ξύσω λίγο το χρώμα στο σκελετό εκεί που πιάνουν οι βραχίονες των φλάς για να κλείσει κύκλωμα το ρεύμα και να ανάβουν; (ο πανασχετίδης, άργησα να καταλάβω ότι η βαφή του σκελετού ήταν κακός αγωγός..)

Μπορούσα να λύσω καρμπυρατέρ; (καλά όλοι λύνουν, το δύσκολο είναι το δέσιμο μετά..Εδώ έκανα και την μεγαλύτερη αβαρία μου, ήμουν εντελώς απρόσεκτος  στο σφίξιμο της βίδας που πιάνει το ρακόρ της βενζίνης στο καρμπυρατερ και έσπασα ένα μικρό κομματάκι από τις σπείρες.. Μέχρι τον 3ο με άκουσαν να βρίζω, μετά έκανα λίγο μεντιτέισιον, το κόλλησα με κόλα μετάλλων 2 συστατικών και ευτυχώς μέχρι σήμερα όλα καλά..)

Μπορούσε μια μηχανή σε τεύχη στο πάτωμα του γκαράζ και δεκάδες γυάλινα μπουκαλάκια με βίδες, σιδεράκια και λαστιχάκια να ενωθεί πάλι μαζί, να πάρει μπροστά;  (‘Θα ξαναγίνουν αυτά τα πράγματα κάποτε μία μηχανή;’ με ρωτούσε η γυναίκα μου όταν ερχόταν κάτω και έβλεπε το χάος… Εντάξει το ήξερε το κουσούρι μου αλλά τέτοιο χάλι δεν είχε ξαναδεί. Το κακό βέβαια ήταν ότι ούτε γω είχα δει..)

Παρόλα τα λάθη, ένοιωθα τα χέρια μου να έχουν λυθεί, να είμαι πιο ψύχραιμος, να βρίσκω ευκολότερα λύσεις.

Πώς έκανα πράγματα που δεν ήξερα? Αρκούσε άραγε ότι τα ήθελα?

Έφτανε που σκεφτόμουν μόνο την μηχανή έτοιμη, να λειτουργεί;

Έφτανε που χανόμουν στις στιγμές;

Κοίταζα τα χέρια μου, είχαν αλλάξει. Η μαυρίλα ήταν πλέον εγκατεστημένη μόνιμα γύρω από τα νύχια, τα δάχτυλά μου είχαν κοψίματα, το δέρμα είχε σκληρύνει.

Γνώριζαν περισσότερα τώρα.

Η πάντα γνώριζαν;

Υπάρχουν κρυμμένες τέχνες μέσα μας, υπάρχουν άγνωστοι δρόμοι που περάσαμε παλιά?

Ποιος ξέρει.

Εγώ όμως, είχα πλέον κάνει το μεγαλύτερο δρόμο.

Όταν μάλιστα έφτασε η ειδοποίηση για δύο δέματα στο ταχυδρομείο, συνειδητοποίησα ότι με αυτά tελειώνουμε.

Έχω αγοράσει και άλλες φορές ανταλλακτικά από το ιντερνετ. Πάντα όταν φτάνει το δέμα κάθομαι το κοιτάζω, το χαζεύω σαν μικρό παιδί που του φερνουνε παιγνίδι. Το ανοίγω προσεκτικά και βγάζω ευλαβικά σιδεράκια και   παπαρακια, μικρά και λιγότερο μικρά ανταλλακτικά. Αλλά αύτη τη φορά, ίσως επειδή πρώτη φορά παραγγελνα για guzzi, ίσως επειδή με αυτά τελείωνα, είχα τρελαθεί.

Δεματα απο stein και gutsibits  λοιπον, περιποιημένα και προσεγμένα, με διάφορα μικρά πραγματάκια για να φορεθουν στο v50 μου.

Μαρσπιέ, γκριπ, σωληνάκια, ντίζες, λαστιχακια, κιτ επισκευής dellorto.. Τα ανοίγω, όλα περιποιημένα μέσα σε σελοφάν και προστατευτικά σακουλάκια. Τα γκριπ ιταλικά, να μυρίζουν λαστιχένια καινουργίλα. Το απλό λάστιχο που δένει την μπαταρία, οι παλιές μανέτες με τη μεγάλη μπίλια.. Τίποτα ιδιαίτερο θα πει κανείς αλλά γιατί γελάνε και τα μουστάκια μου??

Δεν ξέρω.

Γιατί ονειρεύομαι?

Γιατί τα φαντάζομαι στο μηχανάκι, να μπαίνουν, να κουμπώνουν, να λειτουργούν;

‘Είναι η μαγεία της μηχανής που φανερώνεται φίλε, είσαι πιά κοντά στο τέλος,’ μου είπε γνωστός μου ρακοσυλλέκτης. ‘Είναι η μαγεία μικρών κομματιών από σίδερο και πλαστικό, που όταν τα βιδώσεις όλα μαζί γίνονται ένα, αποκτούν ζωή. Και μαζί με αυτά, ζωντανεύεις και εσύ.’

Ήξερα ότι για μένα τουλάχιστον, είναι και πράγματα πέρα από αυτό.

Είναι η ξεχασμένη χαρά του να φτιάχνεις πράγματα με τα χέρια σου, να τελειώνεις κάτι χειροπιαστό μετά από μήνες..

Να χρησιμοποιείς επιδέξια τα δάχτυλά σου, να στίβεις το μυαλό σου όχι όμως σε εχελ και παουερπόιντ και παουερ γκέιμς. Αλλά απλά για να κάνεις αυτά τα κομμάτια να ταιριάζουν, να βλέπεις πώς μπαίνουν, να ξέρεις γιατί είναι έτσι και όχι αλλοιώς..

Είναι η δημιουργία έστω και με τον ελάχιστo ορισμό του όρου, είναι η μικρή τέχνη που χρειάζεται για να κάνεις πράγματα να λειτουργούν.

Είναι η μακρινή εικόνα του μικρού αγοριού που φτιάχνει με τουβλάκια σπίτια και γέφυρες. Που χαλάει το παιγνίδι του για να δει πως λειτουργεί, που τρελαίνεται  όταν βλέπει το λαμπάκι που ενώνει σε μια μπαταρία να ανάβει..

Είναι η επαφή με έναν πραγματικό κόσμο, έναν κόσμο όπου η σκέψη, τα χέρια σου και μερικά εργαλεία είναι αρκετά, ένα κόσμο που έτσι ξεκίνησε και που –ίσως– έτσι είναι ακόμη.

Small Block StoriesSmall Block StoriesSmall Block Stories


Κεφάλαιο 12: Για μια στιγμή.

Είναι αργά, σχεδόν ξημερώματα. Κάθομαι στο καρεκλάκι μου, στο γκαράζ ακούγεται μόνο ο χτύπος ενός παλιού ρολογιού που έχω στο ράφι. Οι μπαταρίες στο ραδιοφωνάκι έχουν τελειώσει εδώ και ώρα, βαριέμαι να φέρω καινούργιες..

Έχω τελειώσει.

Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνω.

Ότι ήθελα να κάνω από την πρώτη στιγμή που την είδα, ότι είδα, ότι μου έδειξε, το είχα κάνει.

Τα είχα καταφέρει.

Τα είχαμε καταφέρει..

Είχε αντέξει χρόνια στον δρόμο, αλλά αργοπέθαινε… Τώρα ηταν μπροστά μου, έτοιμη, χωρίς πληγές, ζωντανή..  Περίμενε.

Είναι μερικές στιγμές που περιμένεις χρόνια.

Άραγε αυτή είναι η στιγμή που περίμενα?

Αυτό είναι αυτό που έπρεπε να νοιώθω?

Ανέβηκα σπίτι και βγήκα για λίγο στο μπαλκόνι. Δεν νύσταζα, ευτυχώς ξημέρωνε Σάββατο και δεν είχα γραφείο. Ηταν μία ήσυχη ανοιξιάτικη νύχτα, στον δρόμο κάτω δεν περνούσε ψυχή. Μήνες τώρα, όταν τέλειωνα τα μαστορέματα σκεφτόμουν τι είχε σειρά, τι θα έκανα μετά, πιο ανταλλακτικό έλειπε, τι άλλο χρειαζόταν.. Τώρα, δεν υπήρχε τίποτα. Είχα βρεί ακόμη και αυτή την μικρή λαστιχένια τάπα που κουμπώνει στο παξιμάδι που πιάνει το ψαλίδι αριστερά στο σκελετό. Σκεφτόμουν το Guzzi κάτω στο γκαραζ. Μάλλον και αυτό δεν θα το πίστευε, θα ψαχνόταν στην σκοτεινή γωνιά του να δει τι άλλο του έλειπε..

Τι σκέφτονται άραγε οι μηχανές όταν εμείς δεν είμαστε μαζί τους; Πως είναι τα κλειστά γκαράζ τις νύχτες; Μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα στο σκοτάδι, που περνάνε ώρες περιμένοντας, που αφουγκράζονται γνώριμα βήματα να έρχονται. Που κάνουν ησυχία για να ακούσουν τους ήχους κλειδιών που βγαίνουν από τσέπες.. Είναι σαν και εμάς τα βράδια στα κλειστά κλουβιά μας;

Ηλίθιες σκέψεις της νύχτας. Βρίσκουν ευκαιρία όταν η λογική νυστάζει..

Δεν νύσταζα..

Θυμάσαι πως ήταν πριν πάρεις την πρώτη σου μηχανή? Πόσα βράδια, ξάγρυπνος με το ξεφτισμένο προσπεκτους  στο κομοδίνο σου? Πόσες φορές είχες διαβάσει το τεστ στο Μοτορσπορτ, πόσο απέξω ήξερες κάθε λεζάντα;

Θυμάσαι που κόλλαγες ώρες στη τζαμαρία της Μιχαλακοπούλου όταν έκλεινε το μαγαζί και κοίταζες το δικό σου μηχανάκι; Aυτό που θα έπαιρνες, αυτό που ήταν στοιβαγμένο στην δευτερη σειρά πίσω, δίπλα σε άλλα, ολόιδια.  Μόνο που αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα, ήταν το ολόδικό σου, αυτό που -κάποια μέρα- θα αγόραζες.

Θυμάσαι αν κοιμήθηκες τελευταία νύχτα πρίν το πάρεις?

Δεν νύσταζα..

Θυμάσαι πώς ήταν η πρώτη σου βόλτα με μηχανή;

Μπήκα σιγά μέσα, κοιμόντουσαν όλοι..

Ποτέ δεν την ξεχνάς..

.. Στις μύτες μάζεψα δερμάτινο, γάντια και κράνος και άφησα ένα σημείωμα στο τραπέζι μην ξυπνήσουν και τρομάξουν. Βγήκα έξω, έκλεισα με προσοχή την εξώπορτα και κατέβηκα ξανά στο γκαράζ. Μέσα σε πέντε λεπτά ήμουν στον δρόμο. Μέχρι να βγάλω τη μηχανή η καρδιά μου χτύπαγε όπως στα πρώτα ραντεβού.. Βόλτα καρανύχτα με τη μηχανή!  Χρόνια είχα να βγω τόσο αργά.. Σε δύο - τρεις ώρες θα ξημέρωνε, μέχρι τότε θα ήμουν πίσω..

Ανηφόρισα την Συγγρού, προς κέντρο.. Είχε ελάχιστη κίνηση και καθόλου κόσμο.. Περάσαμε τα στριπτηζάδικα, απέξω μόνο κάτι βαριεστημένοι πορτιέρηδες και ταρίφες..

Εκανε ψύχρα αλλά για κάποιο λόγο γούσταρα, ήθελα να την νοιώθω.. Σταμάτησα στο ύψος του Αη Σώστη και έβγαλα την επένδυση από το δερμάτινο. Δεν φόρεσα τα γάντια, ξεκίνησα με ανοικτή ζελατίνα και αφησα το guzzi να με πηγαίνει όπως εκείνο ήθελε..

Μετά το Σύνταγμα, τα φώτα της Πανεπιστημίου παίζανε με το ντεπόζιτο και τα veglia..  Οι βιτρίνες έρχονταν, μας κοίταζαν για λίγο, μετά έφευγαν, μετά οι επόμενες,  μετά οι επόμενες.. Ηξεραν την μηχανή, και αυτή, σαν παλιά ντίβα σε γνώριμα μέρη τους μοίραζε χαμόγελα.. Πόσα χρόνια άραγε είχαν να συναντηθούν; Περάσαμε τη Βιβλιοθήκη, τα δικαστήρια, το κλειστό λουκουματζίδικο.. Ο αέρας, μύριζε παλιά Αθήνα. Κάπου εκεί, θυμήθηκα, στα μαγαζιά μέσα στις  στοές της Κοραή, μου είχε πάρει ο πατέρας μου το πρώτο μου καλκουλέιτορ, ένα casio..

Νύχτα και παλιά μηχανή στη πόλη, πόσο εύκολα θυμάσαι.

Πόσο εύκολα γυρίζει πίσω ο χρόνος..

Σταμάτησα για τσιγάρα στο ύψος του Ρεξ. Ο περιπτεράς καθόταν έξω και με κοίταζε με περιέργεια καθώς (με τόλμη) την άφησα στο πλαινό σταντ.

‘Τι είναι ρε φίλε, πολύ ωραίο τόχεις.. Καινούργιο;’

Δίκιο είχε, πραγματικά ήταν όμορφη..Με τον δικό της τρόπο, εκείνο τον ήσυχο, διακριτικό, ανεπιτήδευτο τρόπο του τότε, ήταν όμορφη. Δεν ξέρω αν έχουν κάτι αυτές οι παλιές βαφές και βγάζουν τόσο ζεστασιά. Στο φώς του περιπτέρου το ντεπόζιτο και τα πλαστικά  έμοιαζαν σχεδόν υγρά, νόμιζες ότι ρουφάγανε το φώς των διαφημίσεων, κοροιδεύανε τα φώτα των ταξιτζήδων, λάμπανε.

Η αλήθεια είναι ότι είχα κάνει ότι μπορούσα. Εκτός από ελάχιστα σημεία που είχα βάψει, όλα τα υπόλοιπα τα είχα περιποιηθεί με αλοιφές. Μετά το πλύσιμο, ντεπόζιτο και πλαστικά είχαν περαστεί πρώτα με πηλό, μετά με αλοιφή γυαλίσματος, και τέλος με κερί. Μαυρα πλαστικά και εξατμίσεις – χρώμια είχαν πάρει και αυτά τη δόση τους..

‘Τριάντα χρόνια μηχανή είναι φίλε’, του είπα και φούσκωσα σαν παγώνι. Είχα αρχίσει να ψιλοσυνηθίζω τα σχόλια, ακόμη και σε προηγούμενες βόλτες, πριν την ετοιμάσω τελείως, η Ιταλίδα είχε τον τρόπο της, τράβαγε βλέμματα, το έβλεπα. Εννοείται, μου άρεσε, μην λέω ψέματα, μόνο που..

..Φύγαμε και κατεβήκαμε προς Καβάλας. Είχαμε ώρα, ήθελα να βγώ απ την πόλη.. Μια βόλτα τελείως μόνοι μας, νύχτα. Θα πηγαίναμε προς Κινέττα από τον παλιό.

Ήταν περασμένες τέσσερις όταν σταμάτησα στο βενζινάδικο στο ύψος του Ασπρόπυργου. Ήταν μικρό, με 2 αντλίες και ένα άθλιο λιπαντήριο, σχεδόν παρατημένο. Ο βενζινάς σηκώθηκε βαριεστημένα και ήλθε προς το μέρος μου.. Κοίταξε το μηχανάκι, κάτι θα μου έλεγε, ήμουν σίγουρος.. Μιλιά δεν έβγαλε, ούτε γειά δεν μου είπε, έβγαλε την αντλία και περίμενε.

‘Δεκαπέντε βάζεις’ του είπα, και πρόσεχα μην στάζει καμιά σταγόνα. Ο αέρας μύρισε βενζίνη. Άφησα για λίγο τα χέρια μου στους κυλίνδρους, ένοιωσα τη κάψα του μέταλλου.

‘Κανει ψύχρα σήμερα.’, προσπάθησα να πώ κάτι, να σπάσω τη σιωπή.. Δεν απάντησε, αισθάνθηκα λίγο αμήχανα. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν, φορούσε χαμηλά ένα ξεφτισμένο καπέλο honda, με το φτερό μισοσκισμένο και το “the power of dreams” από κάτω.. (μεγάλε Σοιχίρο, πόση δύναμη αλήθεια είχε το όνειρό σου..)  Πρέπει να ήταν γύρω στα εβδομήντα, και κρατούσε το βλέμμα του χαμηλά, στη μηχανή. Πρόσεξα τα χέρια του, σκαμμένα, κουρασμένα..

Εβαλε τα δεκαπέντε και προσεχτικά, σχεδόν με ευλάβεια έβγαλε το στόμιο της αντλίας και το γύρισε μαλακά προς τα πάνω, όπως γυρίζουν στα ακριβά εστιατόρια το καλό μποζολέ.. Τίποτα δεν άγγιξε, σταγόνα δεν έσταξε.. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι. Με ένα εικοσαρικο είχα μείνει, του το έδωσα και πήγε μέσα σκυφτός, για τα ρέστα..

Βιαζόμουν να φύγω, είχα γυρίσει τον διακόπτη και τον περίμενα. Μόλις φάνηκε δεν μίλησε, μόνο ανασήκωσε ελάχιστα το ξεφτισμένο τζόκευ, και προσεχτικά, μου άφησε στο χέρι τα ρέστα. Για μια στιγμή νόμισα ότι είδα το βλέμμα του..

‘Καλή βάρδια άνθρωπε’ τον χαιρέτησα..

Η μηχανή πήρε μπροστά πριν καλά καλά καλά πατήσω τη μίζα. Το ήθελε όσο και γώ.. Φύγαμε, μπήκαμε στη νύχτα. Ο δρόμος άδειος. Είχα ανοικτή τη ζελατίνα, πήρα βαθιές ανάσες. Εκείνη την ώρα, ο αέρας του Ασπρόπυργου μου φάνηκε ο πιο καθαρός αέρας του κόσμου.

Εφευγα από τη πόλη, περασμένες τέσσερις το πρωί, με μιά παλιά μηχανή που ήθελα πάντα.

Ντρεπόμουν..

Πόσα λεφτά στον κόσμο αγόραζαν αυτόν τον αέρα?

Πριν τα διόδια, έκοψα δεξιά και πέρασα κάτω από τη γέφυρα, στην παλιά εθνική. Μπήκα στις στροφές προς την Νέα Πέραμο και άφησα στα αριστερά μου το εκκλησάκι του Αη Νικόλα αφου χαιρέτησα το μισοβυθισμένο πλοίο που χρόνια είναι εκεί.. Στο φεγγάρι, ο όγκος του φάνταζε σαν απόκοσμο κήτος..

Μετά τη Νέα Πέραμο ο δρόμος αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει υψομετρικά ακολουθώντας την πλαγιά του βουνού με αρκετές στροφές και έχοντας πάντα στα αριστερά του την θάλασσα.. Είναι μία διαδρομή που πάντα μου άρεσε αν και τόσο νύχτα ποτέ μου δεν την είχα ξαναπεράσει..

..Φαίνεται ότι άρεσε και στο Guzzi. Του ταίριαζε, φαινόταν ότι το απολάμβανε και με αντάμειβε με απίστευτα στρωτή λειτουργία, γλυκές αλλαγές, ήχο γεμάτο υγεία.. Όλα, παλιά - καινούργια δούλευαν σωστά, ότι είχα φροντίσει, ότι είχα αλλάξει, όλα ταίριαζαν.

Όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Τα υπόλοιπα δεν είχαν σημασία .

Μπροστά μου  μόνο τα όργανα και ο δρόμος να φεύγει. Ένα απλό ρεζερβουάρ, μια ίσια σέλα. Τα πόδια μου αγκαλιά με 2 κυλίνδρους, τα χέρια μου ίσια μπροστά. Νύχτα, μόνο μαύρη άσφαλτος και άσπρες γραμμές να χάνονται κάτω μου.

Μαύρη άσφαλτος και άσπρες γραμμές..

Μια απλή μηχανή, ένα δρόμος..

Το αγιάζι ήταν έντονο αλλά δεν το ένοιωθα. Ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλλει ακόμη αλλά το σκοτάδι είχε πια σπάσει, το λυκαυγές ξύπναγε την θάλασσα.. Σε εκείνο το σημείο την έβλεπα από ψηλά, ο δρόμος ήταν γύρω στα εκατό μέτρα πάνω από την επιφάνεια. Φαινόταν ακίνητη, αιώνια εκεί, μία σταθερά του χρόνου..

Έσβησα τα φώτα, πηγαίναμε με τρίτη, χωρίς αλλαγές, χωρίς φρένα.

Λίγο μετά τις παλιές γραμμές του τρένου, πρίν να αρχίσει η κατηφόρα προς τη θάλασσα, υπάρχει ένα γιάμπ και αμέσως μετά έχει ήδη αρχίσει μια δεξιά.

Δεν νομίζω ότι σκεφτόμουν τίποτα, δεν θυμάμαι.

Στην κορυφή του γιάμπ, οι αναρτήσεις αποσυμπιέστηκαν και οι δύο ρόδες άφησαν τον δρόμο. Για κλάσματα, για αιώνα, για μία ατέλειωτη στιγμή του χρόνου, μόνο εγώ και το guzzi υπήρχαμε.

Όλα σβήστηκαν, ο κόσμος, τα παλιά, τα αύριο.

Για μια στιγμή δεν υπήρχαν φίλτρα, ηλεκτρικά, δεν υπήρχαν παλιές βίδες και όμορφα όργανα, δεν υπήρχαν βαλβίδες, δεν ακούγονταν εξατμίσεις. Δεν υπήρχαν γυαλιστερά ντεπόζιτα, δεν υπήρχαν λόγια..

Όλα σβήστηκαν, τα παλιά, τα αύριο.

Σε μία απόλυτη σιωπή, χωρίς δράμα, εντελώς φυσικά, η μηχανή ξανάγγιξε τον δρόμο. Απλά – μόνο έτσι γινόταν- τα Κ82 ακούμπησαν την άσφαλτο, οι αναρτήσεις συμπιέστηκαν, οι εξατμίσεις ξανακούστηκαν, μπήκαμε στη δεξιά.

Και όλα γράφτηκαν ξανά.

Όλη η λαχτάρα για τη μηχανή, ο κόπος, τα ξενύχτια, τα μαστορέματα και η φροντίδα, όλα ταίριαξαν. Ολα ήταν εκεί, όλα χώρεσαν σε μιά στιγμή.Δεν πρόλαβα να φοβηθώ, δεν υπήρχε χώρος στο μυαλό μου.

Αυτό ήθελα, αυτό ήθελα από την αρχή, από παλιά.

Μου το είχε δώσει.

Άναψα τα φώτα και πριν την μεγάλη πολυκατοικία στην είσοδο της Κινέττας, κατηφόρισα αριστερά στην παραλία. Έσβησα αλλά δεν κατέβηκα από τη μηχανή.. Κάτσαμε και οι δύο σαν χαζοί και κοιτάζαμε το μικρό κυματάκι που έσπαζε στην άμμο, μόνο αυτό ακούγονταν, ερχόταν, έσπαζε, γύριζε πίσω, ερχόταν, έσπαζε , γύριζε πίσω..

Έψαξα τα τσιγάρα μου. Τα είχα στην δεξιά τσέπη, εκεί που είχα βάλει και τα ρέστα απο το βενζινάδικο. Μηχανικά ψαχούλεψα για το πεντάευρο, ίσως γύριζα από εθνική και τοθελα για τα διόδια..Ευτυχώς το βρήκα, όμως έπιασα και άλλο ένα χαρτί, ήταν μικρό και διπλωμένο. Το έβγαλα, κάποια απόδειξη μάλλον που θαχε ξεμείνει.

Άναψα τσιγάρο. Μακριά, στον ορίζοντα, ο ήλιος βγήκε από τη νύχτα, κύλησε στην θάλασσα, ήλθε δίπλα μου.

Δεν ήταν απόδειξη. Αργά, στο αχνό πρωινό φως, πάνω στη μηχανή μου με τα κύματα να σπάνε ήρεμα δίπλα μου, διάβασα το προχειρογραμμένο σημείωμα που μου είχε διπλώσει ο βενζινάς μαζί με το πεντάευρο:

---------------------------------

δεν πέταξα ποτέ μου ψηλά,

δεν άγγιξα τον ήλιο.

μόνο μια παλιά μηχανή,

σε έναν σκοτεινό δρόμο πάνω απ την θάλασσα

οδήγησα.

μόνο μια στιγμή.

αυτή θυμάμαι.

------------------------------------

Διάβασα ακόμη και το μελάνι. Το διάβαζα ξανά και ξανά, οι γραμμές άρχισαν να θολώνουν, να μπερδεύονται με τα κύματα, να αλλάζουν σειρά..

Ένας γέρο βενζινάς, μία ανοιξιάτικη νύχτα, μου βάζει στο χέρι μια στιγμή που έζησε, μία στιγμή που θα ερχόταν.

Μια ακίνητη στιγμή στον παραλιακό της Κινέττας.

Μία  παλιά μηχανή.

Όλα αυτά, μία παλιά μηχανή?

Έβαλα μπροστά, βγήκα εθνική προς Αθήνα.

Την άφησα να πηγαίνει σχεδόν μόνη της, σταθερή στις 4 χιλιάδες, σίγουρη. Την ένοιωθα γαλήνια,  ήρεμη , έτσι όπως μόνο τα αερόψυκτα ημερεύουν στο  αγιάζι. Πηγαίναμε για αρκετή ώρα έτσι, μόνο ο ήχος του βεδύο υπήρχε στην εθνική.

‘Το ξέρεις έρχομαι από μια άλλη εποχή.’ Άρχισε να μου μιλάει. Αργά, νοσταλγικά.

‘Δεν ξέρω αν ήταν καλύτερη ή χειρότερη. Νομίζω ότι ήταν πιο απλή. Μπορεί και με άλλες αξίες, που ίσως χάθηκαν..’

Την άκουγα μόνο, δεν μίλαγα.

‘Ξέρω ότι κάτι ένοιωσες στο γιάμπ.. Να ξέρεις, πάντα θα είμαι αυτό που ένοιωσες εκεί. Αυτό μόνο, τα άλλα είναι λίγα.. Δεν είμαι άλογα και πολύχρωμα λαμπάκια. Δεν είμαι εικόνα, δεν είμαι νέα.. Μία αόρατη μικρή χορδή που μας ένωσε είμαι, μία ελάχιστη στιγμή που γίναμε μαζί. Αυτή είναι η αλήθεια μου, αυτή η απλή, μοναχική στιγμή.’ Σώπασε για λίγο, πήρε ανάσα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα γύρω μας, πηγαίναμε μόνοι μας.

‘Η δικιά μου αλήθεια είναι χωρίς κόσμο γύρω της, χωρίς φώτα. Αφού την ένοιωσες κράτα την, είναι και δική σου..

Κράτα την, την έψαχνες χρόνια.

Κράτα με.’

Δεν μίλησα, (δεν μπορούσα), μόνο έσφιξα λίγο τα πόδια μου στο ντεπόζιτο..

Κανείς μας δεν μίλησε άλλο. Περάσαμε Ασπρόπυργο, μπήκαμε Αθήνα. Η πόλη ακόμη δεν είχε ξυπνήσει, φτάσαμε σπίτι  πριν τις επτά. Την έσβησα αμέσως, - η γειτονιά κοιμόταν ακόμα- και την έβαλα στο γκαράζ. Την πάρκαρα στην γωνία της και την σκέπασα με ένα σεντόνι..

Στο μισοσκόταδο μου θύμισε  την φιγούρα που είχα πρωτοδεί στη γειτονιά, κάτω από εκείνη την βρώμικη κουκούλα,  έστω και αν τώρα ήταν χωρίς φειρινγκ, χωρίς σχάρα.

Είχε περάσει καιρός από τότε – χρόνια –

Ήταν μπροστά μου τώρα, στα μάτια μου η πιο όμορφη του κόσμου.

Πιο όμορφη από το εξώφυλλο το Cycle World, τριάντα πέντε χρόνια πρίν, ώριμη, λαμπερή από την πατίνα του χρόνου, ταξιδεμένη αλλά και έτοιμη για νέους δρόμους.

Αληθινή.

Την άγγιξα, δεν ήθελε κάτι άλλο από εμένα πιά, με κοίταξε με ένα βλέμμα που θα θυμάμαι πάντα.

‘Σε ευχαριστώ’ μου ψιθύρισε. (θα είμαστε μαζί για πάντα;)

Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη..

Πόσο θα ήθελα.

Πόσο θα ήθελα να ξανάρχιζαν όλα τώρα. Να τα ξανακάνω όλα από την αρχή. Να κουραστώ, να λαχταρήσω, να χαρώ. Να μάθω πάλι. Θεέ μου, πόσο πιο πολλά ήξερα τώρα, πόσα νέα χαμόγελα, πόση..

Σήκωσα το σεντόνι, τη φίλησα στο ρεζερβουάρ.

Έκλεισα τα μάτια μου και είδα πάλι το παιδί στο περίπτερο να κοιτάζει κλεφτά ένα cycle world, την αραχνιασμένη μηχανή κάτω από τη βρώμικη κουκούλα, τον κύριο Χρήστο να μου κάνει νεύμα να ανέβω στη βέσπα του..

Άκουσα πάλι το κλανγκ που έκανε το σταντ όταν πήρα τη μηχανή πρώτη φορά, για να την πάω σπίτι μου σπρωχτά..

Μπροστά μου πέρασε ο χίππυς με την παλιά συλλογή στην αποθήκη, η Μαιρη Ελίζαμπεθ, ο Τζιουζέπε,  ο Κάρλο, η Φραντσέσκα..

Θα νομίζετε ότι εγώ διάλεξα τη μηχανή, εγώ τη συμμάζεψα και έγραψα αυτή την ιστορία.

Δεν έγινε έτσι, σας το είπα από την αρχή.

Αυτή με διάλεξε, με δοκίμασε αν μπορούσα, αυτή στο τέλος μου τα διηγήθηκε όλα.

Δικιά της είναι η ιστορία, όχι δικιά μου.

‘Εγώ σε ευχαριστώ’ ψιθύρισα και έσβησα το φώς.

(τέλος)

Small Block StoriesSmall Block StoriesSmall Block Stories


..πέντε μήνες και δώδεκα ιστορίες μετά, το μικρό αυτό ταξίδι έφτασε στο τέλος του.. Η αλήθεια είναι ότι όταν το ξεκίνησα δεν είχα την παραμικρή ιδέα που θα μας φτάσει..

Ευχαριστώ ειλικρινά όλους όσους τις διάβαζαν σιωπηλά και όλους όσους μου έκλεισαν το μάτι με κουβέντες, με σχόλια ή με pm..

Εννοείται ότι το μηχανάκι ούτε θα το είχα πάρει ούτε θα το είχα συμμαζέψει αν δεν ήταν η λέσχη και αν δεν υπήρχε ο aquile που ήταν πάντα εκεί και ακούραστα απαντούσε σε όλες τις απορίες μου όσο ηλίθιες και αν ήταν.. Πέτρο, η βοήθειά σου ήταν ανεκτίμητη φίλε..

©nikos900


Small Block StoriesSmall Block StoriesSmall Block Stories

Τελευταία ενημέρωση Δευτέρα, 15 Ιουνίου 2015
Φωτογραφικό υλικό Ελληνικής λέσχης Moto Guzzi Βίντεο Ελληνικής Λέσχης Moto Guzzi 36ωρο Forum Ελληνικής Λέσχης Moto Guzzi
Βρίσκεστε εδώ: Home arrow Τύπος - Αφιερώματα arrow Small Block Stories

Έδρα Λέσχης

Ελληνική Λέσχη Moto Guzzi
Πραβίου 21 & Μεγάλου Βασιλείου (3ος όροφος)
11855 Ρουφ
Αθήνα
+30 (210) 3413369
+30 (210) 3413369
Facebook Flickr Vimeo

Online χρήστες

Έχουμε 339 επισκέπτες σε σύνδεση