Βουλγαρία 2011
Παναγιώτης Λαμπρόγιαννης - 2013
Αύγουστος 2011, εν όψει διακοπών.
Λίγες οι μέρες, αβεβαιότητα για τη μέρα αναχώρησης, πολύ περιορισμένο budget, ΠΟΛΥ πεσμένη διάθεση, κανένα σχέδιο.
Διανυκτέρευση #0: Άμα παίζεις, όλα παίζονται…
Τελευταίο βράδυ, τα πράγματα μισο-πακεταρισμένα, προσπάθεια για μετάβαση σε mood διακοπών και αοριστολογίες τύπου πάμε βόρεια και ανατολικά, δεν πάμε και συχνά λόγω απόστασης, δεν θα είμαστε πάλι στα ίδια, πάμε και από Χαλκιδική για κανένα μπανάκι (πού ‘χουμε να πατήσουμε και κάτι χρόνια…), άντε κατέβασε και τη σκηνούλα και το βλέπουμε στο δρόμο. Εδώ που τα λέμε, μπαίνουμε και λίγο Βουλγαρία, όλο το λέμε ποτέ δεν κάθεται…
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ?? Δηλαδή πού Βουλγαρία? Για περίμενε ρε, να ο οδηγός, αγορασμένος και παρκαρισμένος στο ράφι 2-3 χρόνια! Δηλαδή το βλέπουμε?
10 μέρες που είναι έτσι κι αλλιώς λίγες για Ευρώπη (εκτός Ιταλία, άντε Αυστρία…), είναι μια χαρά για Βαλκάνια. Τα χιλιόμετρα είναι κατηγορία βόλτα, τα φράγκα, μάλλον λιγότερα από Ελλάδα, πράσινη κάρτα υπάρχει (πάγια εντολή στον ασφαλιστή) άρα:
ΘΑΥΜΑ σε 30 δεύτερα: Η διάθεση αλλάζει τελείως. Ψιλο - αλλαγές στα μπαγκάζια, διαγώνιο διάβασμα του οδηγού, χάρτη θα βρούμε εκεί …
07:00 στο δρόμο, cooool. 10 και κάτι ψιλά στον περιφερειακό της Λάρισας, 39ο Κελσίου και ανεβαίνει. Στον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης Βαρδάρης, ψιλοβρέχει και μπάζει, αλλά ποιός μασάει… Με δυο φουλαρίσματα, δύο καφέδες και από μια γκοφρέτα, αργά το μεσημέρι είμαστε έξω από «τας Σέρρας». Την κάνουμε βόρεια και αρχίζουμε να συζητάμε για τη διανυκτέρευση: Σαντάνσκι ή παραπάνω?
Αποφασίζει ο καιρός: Σκοτεινιάζει μεσημεριάτικα. Μπουρίνι Αυγουστιάτικο να βάλεις και στις κωλότσεπες. Ίσα που προλαβαίνουμε τα αδιάβροχα κι ανοίγει ο ουρανός πάνω στο κεφάλι μας. Ο αέρας, με ριπές μας στέλνει μια στις μπάρες, μια στο (άδειο) αντίθετο ρεύμα. Χαλάζι! Κρυβόμαστε σ’ ένα LIDL έξω από το Σιδηρόκαστρο. Στο parking, το νερό σε χρόνο μηδέν ανεβαίνει πάνω στο πεζοδρόμιο και μπαίνει στο μαγαζί, αν και γύρω υπάρχουν μόνο χωράφια!
Βοηθάμε σβέλτα τους υπαλλήλους να σηκώσουν κάτι λίγες κούτες που είναι στο πάτωμα (μπύρες και τέτοια). Κερνάνε καφέ. Οι περισσότεροι πελάτες είναι Βούλγαροι, εντελώς αδιάφοροι. Αναρωτιόμαστε τι μας περιμένει…
Διανυκτέρευση #1 (αναγκαστική): ΛΟΥΤΡΑ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ
Αναγκαστική κυρίως λόγω απίστευτου αέρα. Το χαλάζι κράτησε ελάχιστα, η βροχή είναι ζόρικη μεν, παλεύεται δε. Ο αέρας όμως είναι υπεράνω….
Ξεκινάμε και σταματάμε σχεδόν αμέσως στα Λουτρά. «Ξενοδοχείο» ημι-ρημάδι, στα όρια του αξιοπρεπούς, (40€ το δίκλινο, γεμάτο γερόντια λόγω λουτρών…). Ξεφορτώνουμε, χτυπάμε ένα τσιπουράκι για κουλάρισμα στο δωμάτιο… Ευκαιρία και για μια βουτιά στην καυτή πισίνα. Αποζημίωση με βάρδιες, αφού το πρόγραμμα πάει εναλλάξ άνδρες - γυναίκες, εκτός αν κλείσεις πριβέ δωμάτιο με τζακούζι (που χωράει ολόκληρη παρέα), αλλά είμαστε low budget, άλλη φορά! Φαί της πλάκας (καλύτερα να μέναμε στο δωμάτιο με ψωμοτύρι…). Νωρίς - νωρίς για ύπνο.
Το κατάλυμα μπορεί να είναι τα χάλια του (έχω μείνει και σε χειρότερα…), αλλά το γράφω στα υπ’ όψιν για χειμώνα. Με τα κομφόρ των λουτρών και Κερκίνη, Άνω Πορόια, Μπέλλες, Άγκιστρο, Σέρρες, Φαλακρό, Φαράγγι Αγγίτη σε απόσταση αναπνοής, το πακέτο ΛΕΕΙ! (Οπωσδήποτε όμως, με φαί αλλού…)
Ξημερώματα εγερτήριο, καθαρός ουρανός, καφές στο δωμάτιο, μπισκότα για πρωινό. Εκκίνηση 2ης μέρας και γκάζια για Προμαχώνα. Ούτε αυτή τη φορά θα ανέβω στο Ρούπελ, αλλά κι αυτό χωράει μια χαρά στη χειμερινή που λέγαμε…
Σύνορα. Ουρά ΙΧ στην είσοδο προς Ελλάδα. Ελληνικές πινακίδες. Περνάνε τα σύνορα, φουλάρουνε (1,30€/λίτρο), φορτώνουν τα βασικά από super market και γυρνάνε επί τόπου!
Για μας, μηδενική διαδικασία, συνάλλαγμα, επιλογή χάρτη. Γερμανική έκδοση, φρέσκος και φάνηκε καλοφτιαγμένος. Στην πορεία αποδείχτηκε ανενημέρωτος, αλλά μπορεί να φταίει που όποτε χαθήκαμε, ήταν κοντά σε σύνορα...
Τραβάμε βόρεια. Δρόμος στενός, ανηφόρες, κατηφόρες, γενικώς ευθείες και ανοιχτές στροφές, πολύ πράσινο. Κάτι σαν Σπάρτη – Γύθειο (χωρίς τα καλαμαράκια στο τέλος…).
Σαντάνσκι. Στην είσοδο της πόλης - πατρίδας του Σπάρτακου, το επιβλητικό, σοσιαλιστικού ρεαλισμού άγαλμα του παλληκαρά, αμέσως μετά από 5-6 πουτάνες που κάνουν πιάτσα στα χωράφια. Σουρεαλιστικός ρεαλισμός…
Η πόλη, από αδιάφορη έως χάλια. Παρακμή ενός εξ’ αρχής άσχημου παρελθόντος. Μπλοκ πολυκατοικιών που ήταν απαίσιες όταν φτιάχτηκαν. Τώρα, τα μισά μπαλκόνια είναι πρόχειρα κλεισμένα με λαμαρινοκατασκευές, ήδη σκουριασμένες. Εικόνα απερίγραπτη, πραγματικότητα απειλητική (αν σκεφτείς που μας πάνε τα τσαμπιόνια που εκλέγουμε τόσα χρόνια… )
Εξαίρεση το συμπαθητικό παλιό κέντρο, με ωραία πλατεία και αρκετό πράσινο. Καφές υπαίθριος. (Τούρκικος, το βαλκανικό πλεονέκτημα…)
Η Έλενα χάνεται για 10 – 15 λεπτά για να βρει …δεν θυμάμαι τι.
Μένω μόνος. Ακαριαία πρόταση από το πουθενά για ΟΥραία κΟΥρίτΣΑ! Κι επειδή μάλλον του φαίνομαι αναποφάσιστος, σκάει επί τόπου το εμπόρευμα: Η μικρότερη δεν φαίνεται πάνω από δεκαπέντε, η μεγαλύτερη 22-23. Θλίψη. Γυρνάει η Έλενα και γλυτώνω την πολιορκία.
Ξανά Βόρεια. Δρόμος στενός χωρίς κίνηση, μέτρια άσφαλτος, ανοιχτές στροφές αλλά μικρή ορατότητα. Δάσος. Μπαίνουμε σε κάτι στενά, η διαδρομή ανεβαίνει παράλληλα με το Στρυμόνα. Αφήνουμε αριστερά μας το ποτάμι και ξαναβγαίνουμε στον κάμπο. Κεντρική διασταύρωση και ώρα αποφάσεων. Μπλαγκόεβγκραντ και Σόφια και βόρεια Βουλγαρία θα περιμένουν την επόμενη φορά. Την κάνουμε ανατολικά για Μπάνσκο κι από ‘κει όλο ανατολικά για Μαύρη Θάλασσα. Το τοπίο θυμίζει Κατερίνη – Βέροια από τους μέσα δρόμους…
Διανυκτέρευση #2 BANSKO
Κάτι σαν το Λιτόχωρο, χωρίς τη θάλασσα στο βάθος. 2-3 διαφορετικοί κόσμοι ο ένας πάνω στον άλλο: Το παλιό γραφικό χωριό ξεχειλίζει από «παράδοση» και φολκλόρ. Δίπλα, σχεδόν μέσα, το νέο τουριστικό εξάρτημα του χιονοδρομικού κέντρου, που χωριό δεν το λες (αλλά και τι άλλο να το πεις?). Τεράστια πολυώροφα ξενοδοχεία σε στυλ αλπικού χιονοδρομικού κέντρου, μερικά πανέμορφα, άλλα αδιάφορα. Στο γιγάντιο και υπερπολυτελές ΚEPINSKY το δίκλινο 90€, με SPA κλπ φιογκάκια. Ενδιαφέρον αλλά για μια άλλη φορά με περισσότερο χρόνο και βαρύτερη τσέπη.
Δεκάδες μαγαζιά ενοικιάσεις σκι κλπ κλειστά λόγω καλοκαιριού. Το χειμώνα από ‘δώ δεν θα περνάς ούτε πεζός…
Από πάνω μας, το τεράστιο χιονοδρομικό κέντρο που ξεκινάει μέσα από το χωριό.
Το βουνό αρκετά απότομο από χαμηλά, ορθώνεται από τα τελευταία σπίτια. Δασωμένο μέχρι την τελευταία γωνίτσα. Ένας χοντρικός ορειβατικός χάρτης σε μια διασταύρωση έχει καμιά 20αριά αλπικές λίμνες, πολύ ψηλά στα γυμνά, που προσεγγίζονται μόνο με τα πόδια.
Η φύση, ως γεωμορφολογία και βλάστηση, θυμίζει Όλυμπο και Πιέρια. Το πευκόδασος έχει αντικατασταθεί από έλατα. Ο δρόμος, στενός και με κλειστές στροφές ανηφορίζει απότομα προσπαθώντας να ακολουθήσει κάποια γραμμή του τελεφερίκ που περνάει κάθε τόσο πάνω από τα κεφάλια μας. Πανέμορφα…
Εδώ κι εκεί μικροί ξενώνες φυτεμένοι θαρρείς στον παράδεισο. Όλοι γεμάτοι…
Στάση δίπλα σε μια πηγή, κοντά στο δρόμο, γκαζιέρα, μπρίκι και καφεδάκι. Ζευγάρι Πορτογάλοι με δίδυμο GS εμφανίζονται από τον ουρανό. Κερνάμε τούρκικο (ξέρω: «εμείς τον λέμε ελληνικό…»). Γουστάρουνε.
Ξανα - κατεβαίνουμε μαζί τους στο παλιό χωριό και βρίσκουμε πολύ καλά δωμάτια σε ξενώνα με 23€ (ακριβά όπως καταλάβαμε αργότερα, αλλά είμαστε και σε super τουριστικό μέρος). Οι μηχανές στην κλειστή αυλή. Το αυτοκίνητο του τύπου, έξω. Μπανάκι και βόλτα με βερμούδα και σαγιονάρες στην πλατεία. Κόσμος απίστευτος. Έκθεση Ζωγραφικής, Παζάρι και παραδίπλα σκηνή συναυλιών.
“Bansko Jazz Festival”
Πολύ ωραίος κόσμος και μουσικάρες και «παραδοσιακό» πολυφωνικό συγκρότημα από πιτσιρίκες, σε διάλογο με Ελβετικό κουαρτέτο free jazz, να σου φύγει το κεφάλι. Χαβαλές και μπύρες στο πόδι και πολύ ζωντάνια. ΝΑΙ, οι τύποι ψάχνονται για να μεγαλώσουν την τουριστική σαιζόν και μάλλον τα καταφέρνουν…
«Αναμνηστικό» πουκαμισάκι, κοντομάνικο, καρό, χωρίς στάμπες με 3€ (τιμή Ινδίας…). Πρώτη επαφή με τη Βουλγάρικη κουζίνα. Θυμίζει έντονα Μακεδονία, με μικρότερη ποικιλία. Οικείες γεύσεις, πολύ και πολύ καλό κρέας. Το «φιλέτο κοτόπουλο» μόνο, είναι παραπλανητικό. Όπου το δοκιμάσαμε, ήταν κάτι λαστιχένιες μπουκιές από κάτι σαν κιμά, με κάμποση σόγια (στην καλύτερη). Ωραία τυριά, ωραία τουρσιά, «Μακεδονική» σαλάτα (μέτρια). Τα (φρέσκα) μανιτάρια πολύ διαδεδομένα, μαγειρεμένα με διάφορους τρόπους. Μπύρες σε μεγάλη ποικιλία: εκτός από 5-6 Βουλγάρικες, παίζει AMSTEL, MYTHOS και καμιά 10αριά Ρουμάνικες, Μολδαβέζικες, Ρώσικες κλπ, στο 1-1,5€. Τις περισσότερες τις ξέρω από την Αχαρνών, αλλά στη διπλή τιμή. Το μάτι μου σταματάει σε μια BALTICA με 14ο Αλκοόλ (?!?!). Θα τη δοκίμαζα μόνο σε ελεγχόμενες συνθήκες (νοσοκομείο?)…
Οι Βούλγαροι, από φιλικοί, προσηνείς και κοινωνικοί, έως εντελώς αρκούδες. Γενικώς φιλόξενοι και εξυπηρετικοί. Το παλεύουν αλλά το επίπεδο είναι γενικά χαμηλό. Αγαπάνε τον τόπο τους και την ιστορία τους. Ακόμα και το πρόσφατο, «σοσιαλιστικό» παρελθόν φαίνεται να το νοσταλγούν (με επιφυλάξεις, αλλά το νοσταλγούν: στρωμένα πράμματα…). Ούτε ως Έλληνες, ούτε ως μηχανόβιοι τους κάνουμε καμία εντύπωση. Μας μιλάνε κατ’ ευθείαν Ελληνικά και δεν το κάνουν καθόλου θέμα να πληρωθούν σε Ευρώ για οποιαδήποτε μικρή ή μεγαλύτερη συναλλαγή.
Πρωινή επίσκεψη στην παλιά εκκλησία και σε παλιό αρχοντικό – λαογραφικό μουσείο. Είναι το σπίτι κάποιας σημαντικής προσωπικότητας για τα Βουλγάρικα γράμματα (δεν θυμάμαι όνομα αλλά μάλλον δεν θα έχει κι άλλο).
Ένα τέτοιο μουσείο μας περιμένει σχεδόν σε κάθε χωριό, απίστευτη πετριά με την παράδοση. Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. Κάτι μεταξύ Καστοριάς, Πρέσπας και Ξάνθης. Ωραίες τοιχογραφίες. Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε - γέλασε…
Ξανά στην πλατεία για μια γρήγορη βόλτα. GERMANOS, κινητά και κομπιούτερ. Ψιλο – ερημιά, καμία σχέση με τα μαγαζιά της Αθήνας. Στο παζάρι, κόσμος απίστευτος. Σκέφτομαι την ερημιά της Αράχωβας ή του Άγιου Αθανάσιου το καλοκαίρι και αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να γεμίσουν. Μετά σκέφτομαι και το χαμό στα νησιά, συγκρίνω, και μαζεύομαι. Είναι ΠΟΛΥ δύσκολο να φορτώσεις την Αράχωβα τον Αύγουστο, όταν έχεις απέναντι τις Κυκλάδες…
Χαιρετούρες και στο επανειδείν με τους Πορτογάλους, επόμενος στόχος η Φιλιππούπολη (Plovdiv), από τους μέσα δρόμους.
Διαδρομή αδιάφορη, κάτι σαν να διασχίζεις τον Θεσσαλικό κάμπο… Ο δρόμος στενός αλλά καλούτσικος. Μπελίκα, Βέλιγκρντ. Συμπαθητικό – αδιάφορο.
Στρίβουμε κατά το Νοτιά. Περνάμε περιφερειακά Νότια από μια λίμνη. Αγροτικές καλλιέργειες ως την όχθη, καμία «ανάπτυξη», μάλλον καλά το πάνε...
Στάση για καφέ σε ένα συμπαθέστατο ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. Ομπρέλες και ξαπλώστρες στο γκαζόν. Στην πισίνα 7-8 άτομα διαφόρων ηλικιών, όλοι χοντρούληδες και πάνω.
Συνεχίζουμε τον περιφερειακό της λίμνης και περνάμε μέσα από το Μπατάκ. Τόπος θυσίας ανάλογος με τα δικά μας Καλάβρυτα, η εκκλησία που καήκαν γυναικόπαιδα, η περιοχή μιας μάχης. Αναφορές σε κάποιο ιδιοφυή αυτοσχεδιασμό των ντόπιων για ξύλινα κανόνια από κορμούς κερασιάς. Κάτι σημαντικό παίχτηκε εδώ, που δεν πολυκαταλαβαίνω. Ούτε τι ακριβώς παίχτηκε, ούτε τι επιπτώσεις είχε σε αυτά που βλέπω σήμερα γύρω μου. Σκέψεις παράλληλες και συσχετισμοί με τα καθ’ ημάς. Πού και πώς να καταλάβει ο Γάλλος ή ακόμα κι ο Γερμανός τι παίχτηκε και τι παίζεται ακόμα στο Δίστομο…
Διανυκτέρευση #3: PLOVDIV (ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΗ)
Συνεχίζουμε Βόρεια και μετά Ανατολικά, βγαίνουμε σε έναν κεντρικό και πλησιάζουμε στην πόλη από Δυτικά. Είμαστε παράλληλα με έναν εντυπωσιακό αυτοκινητόδρομο που έρχεται προφανώς από Σόφια. Το μέλλον καταφθάνει με γρήγορα βήματα. Ο δρόμος που κινούμαστε, (μάλλον η παλιά Εθνική) διασχίζει την πόλη και σταδιακά γίνεται υπόγειος. ΟΚ, τα έχουμε ξαναδεί…
Όμως, το υπόγειο φαρδαίνει και ξαφνικά ο δρόμος κινείται ανάμεσα σε αρχαία: Κολώνες, τοίχοι, (όρθια) μισά αγάλματα, Ελληνικά ή Ρωμαϊκά? Μαζεύομαι δεξιά, κόβω τελείως και χαζεύω, δεν έχει χώρο για στάση, τραβάω εν κινήσει 2 φωτογραφίες (για πέταμα). Κάπου αριστερά μας, φαίνεται ουρανός. Ναι, είμαστε δίπλα σε Ρωμαϊκό Θέατρο - Ωδείο. Κινούμαστε υπογείως στο επίπεδο της ορχήστρας (στο «-1») και απέναντι οι κερκίδες είναι ανοιχτές προς το επίπεδο «0» και ψηλότερα. Περπατώντας την επομένη στα αρχαία είδαμε ότι ο αρχαιολογικός χώρος συνεχίζεται και πάνω από το δρόμο στο επίπεδο «0» με νεώτερα Βυζαντινά και Οθωμανικά κτίσματα.
Προφανώς ο «Υπαρκτός» δεν έκανε μόνο μαλακίες… Φανταστείτε κάτι ανάλογο στην Αθήνα που τα επίπεδα θα είναι και πολύ περισσότερα…
Ρωτάμε για ξενοδοχείο. HOTEL BOULGARIA. Οι πληροφορίες λένε «καρα – κέντρο, καλό service». Βρισκόμαστε στη μια άκρη της κεντρικής πλατείας και βλέπουμε το ξενοδοχείο απέναντι. Ανάμεσά μας πεζόδρομος περιφερειακά της πλατείας. Βάζω (ο Ελληνάρας) πρώτη και με το που ανεβάζω τον εμπρός τροχό στο πλακόστρωτο με σταματάει χαμογελαστός μπάτσος. Η τυπικά νόμιμη διαδρομή κάνει σχεδόν το γύρο της πόλης (ναι, θα έπρεπε να ξαναπεράσουμε και το υπόγειο κομμάτι με τα αρχαία που περάσαμε νωρίτερα). Μετά από διαπραγματεύσεις, μισά Αγγλικά, μισά παντομίμα, μου επιτρέπει να διασχίσω την ψιλο - έρημη πλατεία σπρώχνοντας και υπό την συνοδεία του. (Εδώ φίλε τα σήματα του ΚΟΚ, ισχύουν!!!). Ξεφορτώνω στην πόρτα του ξενοδοχείου, αφήνω την Έλενα να κανονίσει (εννοείται, δεν έχουμε κλείσει) και παρκάρω με κάποιο δισταγμό ένα τετράγωνο μακριά, σε υπαίθριο δημοτικό parking. Τo κουβούκλιο του φύλακα είναι κλειστό. Τζάνκια και πουτάνες μαζεύονται γύρω μου. Χαζεύουν απλώς, αλλά για πρώτη φορά νοιώθω κάποια ανασφάλεια… Λες να τη γδύσουνε τη χοντρή?
Το ξενοδοχείο, καμιά 40αρια χρονών - «σύγχρονο». Πολύ μικρό δωμάτιο, καλή συντήρηση, καμία ανακαίνιση. «Καθισμένη» τσιγαρίλα παντού…
Απογευματινή βόλτα με τα πόδια στην παλιά πόλη. ΠΟΛΥ ενδιαφέρουσα, αξίζει για περισσότερες διανυκτερεύσεις αν υπάρχει χρόνος. Περνάω και ξαναπερνάω να τσεκάρω τη μηχανή. Ερημιά.
Από τη μητρόπολη (Βυζαντινότατη βασιλική με τρούλο) ακούγεται λειτουργία. Ανάμεσα στις ψαλμωδίες ξεχωρίζω εδώ κι εκεί ελληνικά. Δίπλα ένα ακόμα Ρωμαϊκό θέατρο – ωδείο (όπως φαίνεται από πάνω, έχει κι αυτό διώροφο αρχαιολογικό χώρο). Οι ανασκαφές συνεχίζονται.
Παραδίπλα Τζαμί και λίγο πιο κάτω παλιό χαμάμ. Δεν θα εκπλαγώ αν είναι σε πλήρη λειτουργία. Παραπάνω στο λόφο, η «καλή» γειτονιά. Μεγάλα πλούσια σπίτια. Η Ελληνική κοινότητα παρούσα με το παρελθόν της και (πολύ λιγότερο) σαν παρόν. «Οικία Παπαδοπούλου», «οικία Φαναριώτου», «Φαρμακείον» Τάδε. Μια παρέα από τη Θεσσαλονίκη συζητάει με μια ηλικιωμένη κυρία - μόνιμη κάτοικο («…από πάντα παιδί μου, πολλές γενιές… δεν ξέρω να ήρθε ή οικογένεια από κάπου αλλού…»). Μας κάνει εντύπωση η κομψότητα στην εμφάνιση αλλά και στον τρόπο που μιλάει.
Όση δουλειά κι αν ρίχνουν οι κυβερνήσεις για να οριοθετήσουν τα μαγαζιά, τα Βαλκάνια είναι κυρίως Βαλκάνια: ένα δειγματολόγιο με άπειρες νησίδες από διάφορες εθνότητες και κουλτούρες που αλλού διατηρούν τη διαφορετικότητά και τα σκληρά όρια τους κι αλλού ανακατεύονται απίθανα και γοητευτικά. Αν έχεις τα μάτια ανοιχτά το βλέπεις σε κάθε δεύτερο χωριό από την Πελοπόννησο ως εδώ πάνω (και πιο πάνω υποθέτω…)
Η Έλενα κάτι ψιθυρίζει στο αυτί ενός αγάλματος. Εκεί που κάθεται, θα ‘χει ακούσει…
Κατηφορίζουμε ξανά προς το κέντρο και έχουμε το νου μας για βραδινό. Εδώ μπορούμε να αποφύγουμε τα τουριστικά φαγάδικα και να φάμε όπως οι ντόπιοι. Ρωτάμε διάφορους και καταλήγουμε 100 μέτρα από το ξενοδοχείο, σε κάτι που απ’ έξω μοιάζει με fast food. «Τσγιέντρ» αν μεταφέρω σωστά τα κυριλλικά. (Κέντρο?, κεντρικό?), μπαίνουμε όλο περιέργεια κι όλο επιφύλαξη (τόσο αλλού ήταν όλοι που ρωτήσαμε?)
Αποκάλυψη: Μακρόστενο με μεγάλο βάθος. Γεωγραφία self service. Αριστερά μπαίνοντας, ψησταριά - κάρβουνο κλειστή με κρύσταλλο. Ποικιλία από έτοιμα κρέατα (τσίκνα λίγη, καπνός καθόλου), στη συνέχεια το χασάπικο (μπορείς να διαλέξεις κομμάτι και να το ψήσουν επί τόπου, ή, να το πάρεις σπίτι). Πιο μέσα στη σειρά, μπακάλικο – delicatessen. Τυριά, αλλαντικά, υλικά για μεζέδες αλλά και καμιά 30αριά έτοιμα μαγειρεμένα πιάτα. Σαλάτες, όσπρια, τυριά, ελιές, καπνιστά… γκουρμέ 100%.
Όλα με το (ακριβείας) ζύγι. Μπορείς να πάρεις 1 ντολμαδάκι (όχι κονσέρβα!), 1 κεφτέ, 2 ελιές (Καλαμών!), 1 κουταλιά σαλάτα Βουδαπέστης, 1 κουταλιά πιάζ, λίγο ριζότο με μανιτάρια (φρέσκα πορτσίνι), 1 μικρό μπιφτέκι με λιαστή ντομάτα, 1 κομμάτι πραγματικά ψιλοκομμένη και τραγανή παντσέτα. Τα ζυγίζει και τα χρεώνει ένα – ένα αναλυτικά. Πιο μέσα Ψωμί (μια φέτα ή ένα καρβέλι…), μπύρες, κρασιά, τσίπουρο, βότκα, γλυκά και καφές! Δεξιά τα τραπεζάκια. Κάθεσαι, τρως, σηκώνεσαι συμπληρώνεις, ξανα - κάθεσαι.
Δυο άτομα επιρρεπή στην ποικιλία, ξεκοίλιασμα, μπύρες και επιμελητεία για το πρωινό της επομένης, 14 ευρώ! Δεν δοκιμάσαμε ΤΙΠΟΤΑ μέτριο…
Παρόμοιο concept έχω δει μόνο στην Πόλη πίσω από την Αιγυπτιακή αγορά, αλλά χωρίς τα live ψητά…
Αποχώρηση με βαρύ το περπάτημα και μουγκρητά, παγωτό χωνάκι στην πλατεία «για τη χώνεψη» και νάνι.
Πρωινό ξύπνημα, πρωινό στο δωμάτιο από τα χτεσινοβραδινά και σύντομη βόλτα στα αρχαία της κάτω πλευράς. Φόρτωμα στην (τελικά άθικτη) μηχανή και δρόμο. Κατεύθυνση νότια - νοτιοδυτικά, Ασένοβγκραντ. Μεγάλη πόλη αλλα περνάμε ξώφαλτσα. Στρέφουμε ΝοτιοΔυτικά προς «Μπάτσκοβο μοναστήρ». Πανέμορφη διαδρομή παράλληλη με ποτάμι. Περνάμε μέσα από 2-3 χωριά. Χωρίς τόση κίνηση θα ήταν απόλαυση.
Πλησιάζουμε στο μοναστήρι. Πυκνό Πράσινο παντού. Κόσμος και ντουνιάς. Στα Μετέωρα, ούτε το Πάσχα τέτοιο τζίρο. Περνάμε όλο το τεράστιο Parking κατά μήκος της κοιλάδας και παρκάρουμε δίπλα στην είσοδο. Ρώσοι μηχανόβιοι ρωτάνε για τα αυτοκόλλητα στις βαλίτσες. Κατεβαίνουν Ελλάδα… Έχουν κλείσει Χαλκιδική, Αθήνα, και Μύκονο (προβλέψιμοι…), Μονεμβασιά και Μάνη και επιστροφή από Ολυμπία και Λαγκάδια - Βυτίνα (μπααα?).
Μέσα, κόπια Αγιορείτικης Αρχιτεκτονικής (Βατοπέδι 95% για όποιον έχει πάει, αλλά με 500-600 επισκέπτες μέσα στην αυλή κι άλλους 2-3 χιλιάδες απ’ έξω!). Θυμάμαι τα λόγια ενός μοναχικού γερο - καλόγερου κάπου στην Ήπειρο: «Τα μοναστήρια ήταν πάντα κέντρα πνευματικά αλλά και κέντρα εξουσίας. Όσο πιο καμπίσια και πιο κοντά στον κόσμο, τόσο περισσότερο ισχύει το δεύτερο…»
Γραφείο Trekking οργανώνει guided tours μιας ώρας (?!) στο κονάκι του τάδε τοπικού αγίου και στον δείνα καταρράκτη για μπάνιο. Πιτσιρικάδες «οδηγοί» με πολύχρωμα ρούχα trekking μοιάζουν τελείως Αυστριακή εικόνα…
Μασουλάμε στα όρθια 2-3 μηλαράκια που κόψαμε στο δρόμο, «Το κλεμμένο έχει άλλη γεύση»…. Ξεψάρωτος σκίουρος διεκδικεί επιτυχώς τα απομεινάρια. Καβαλάμε και όπου φύγει - φύγει…
Επιστροφή για λίγο από τα ίδια ως το Ασένοβγκραντ, και συνεχίζουμε βορειοανατολικά προς τον κεντρικό κι από εκεί ανατολικά - νοτιοανατολικά. Κάμπος, καλλιέργειες και άνθρωποι που σκίζονται στη δουλειά! Και ΔΑΣΟΣ! Πολύ δάσος…
Χάσκοβο. Συμπαθητική πόλη με πολιτισμένο κέντρο. Πεζόδρομος, ποδήλατα. Στο καφέ η σερβιτόρα και τα περισσότερα πιτσιρίκια μιλάνε μεταξύ τους ελληνικά και ασχολούνται με τα smartphone. Μέσα παίζουν play station. Οι κουλοχέρηδες ευτυχώς είναι έρημοι. Ο εσπρέσο δεν πίνεται, με τον τούρκικο τα πάμε καλύτερα… Συνεχίζουμε ανατολικά. Χαρμανλί. Πράσινο, επίπεδο, αδιάφορο. Περνάμε μια γέφυρα. Ο Έβρος! Κάπου μπροστά και δεξιά μας πρέπει να είναι η Ορεστιάδα. Διασταύρωση. Νότια συνεχίζει προς Τουρκία, Αδριανούπολη – Κωνσταντινούπολη, αλλά και Ελλάδα (Καστανιές – Ορεστιάδα – Διδυμότειχο μπλουζ κλπ).
Εμείς την κάνουμε βορειοανατολικά. Ανοιχτός κάμπος, απέραντα χωράφια με ηλιοτρόπια. Σαν να ‘ταν χθες και σαν να ‘χουν περάσει αιώνες… Διδυμότειχο 1986. Ο ίδιος κάμπος… Θυμάμαι το τρέξιμο μέσα στα χωράφια Κυριακές πρωί μετά την αναφορά.
Έλχοβο. Μεγαλούτσικη απλωμένη κωμόπολη. Ζέστη. Ψόφια πράματα. Στάση για καφέ στην αποπνικτική pub ενός γέρο - Εγγλέζου (!?…).
Διανυκτέρευση #4: BOLGJAROVO
«Πόλη» - κατασκεύασμα. Ανάμεσα σε 2-3 χωριά που καθένα τους θα μπορούσε να γίνει κεφαλοχώρι, αλλά δεν έγινε. Στρατηγικά τοποθετημένο στο κέντρο μιας περιοχής που κάποτε ήταν «σημαντική» η συνοριακή φύλαξη. Τουρκο - Βουλγαρικά σύνορα ή αλλιώς ΝΑΤΟ - Σύμφωνο Βαρσοβίας…
Άχαρα τετράγωνα κτίρια, φαρδιοί δρόμοι που δεν πάνε πουθενά, μίζερο κέντρο με ανύπαρκτη αγορά. Αστυνομικός σταθμός, Πυροσβεστική, Ταχυδρομείο, μάλλον τελωνείο (μαντεύω τις κυριλλικές επιγραφές), 1-2 τεράστιες, σχετικά πρόσφατες πολυκατοικίες και καμιά 100στή σπίτια με αυλές. Μεμονωμένα στοιχεία. Τελικά για να γίνει «χωριό» χρειάζεται μια άλλη δυναμική που δεν δημιουργείται με διαταγές, αποφάσεις και κατά παραγγελία.
Ρωτάμε για ξενοδοχείο: Αυτό εκεί ήταν, αλλά είναι χρόνια κλειστό… Ρωτήστε στο βενζινάδικο που περάσατε πριν το χωριό. Ο γνωστός Βούλγαρος που 15 χρόνια μάζεψε όλα τα πορτοκάλια και τις μελιτζάνες της Λακωνίας: Ναι, έχουμε 6 bungalows εκεί πίσω στον κήπο, τα μισά είναι ελεύθερα. 20€, πάρτε τα κλειδιά και διαλέξτε. Και άμα γουστάρετε κερνάω φραπέ…
Στο κέντρο μια άχαρης περιοχής που δεν θα ‘θελες να ξαναπεράσεις ποτέ, στη μέση του πουθενά, μια όαση. Τα bungalows είναι μέσα σ’ έναν υπέροχο κήπο: Τριανταφυλλιές, πανσέδες, γεράνια, και δεκάδες είδη λουλουδιών και θάμνων, μηλιές, ροδακινιές και φράχτες από κυπαρίσσια. Φασαρία - πόλεμος από εκατοντάδες σπουργίτια που είναι παντού. Ευτυχώς νυχτώνοντας ησυχάζουν. Ψωμοτύρι, μοσχαρίσιο σαλάμι, ντόπια ντομάτα, πατατάκια TSAKIRIS με κρύες μπύρες στον κήπο και κουβεντούλα με τον «πατριώτη».
Πρωί – πρωί, καφεδάκι στα σκαλάκια, φόρτωμα και πορεία βορειοανατολικά για BURGAS. Κάμπος, δάσος και χωράφια, εναλλάσσονται χωρίς ενδιαφέρον.
Graffiti Θ13 από Έλληνες «φίλαθλους» σε ξεχασμένη τσιμεντοσωλήνα δίπλα στο δρόμο. Δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις με συμπόνια για τόσα μισο - καμμένα μυαλά.
Ξανά δάσος. Δρόμος στενός, βαρετή ευθεία, μέτρια άσφαλτος με διάσπαρτες λακκούβες, παντού σκοτωμένες αλεπούδες, κουνάβια, σκαντζόχοιροι. Ζωντανή φύση (οξύμωρο σχήμα με τόσα πτώματα παντού…) Μαζεύομαι μην έχω καμιά έκπληξη και η έκπληξη έρχεται από αλλού: εκεί που είμαι σε ευθεία με καλούτσικο παλιό οδόστρωμα και περίπου 60-70 στο κοντέρ, χάνω το δρόμο, προσγειώνομαι 15-20 πόντους χαμηλότερα και βρίσκομαι χωρίς καμιά προειδοποίηση, μια σήμανση, ένα κάτι ρε αδελφέ, σε χοντρό χαλίκι!!! Έχουν ξηλώσει τελείως την άσφαλτο και ετοιμάζονται για ξανά στρώσιμο… Σκάω αφρενάριστος με το μπροστινό στο χαλίκι, ψιλο-διπλώνει, το μαζεύω, γκαζώνω, φεύγει το πίσω, κόντρα τιμόνι, κι άλλο γκάζι και κάπως ΔΕΝ πέφτω! Σταματάω καμιά 100στή μέτρα παρακάτω, καταπίνω το στομάχι μου που είχε έρθει το στόμα, χαμογελάω χαζά στην Έλενα, και αναρωτιέμαι αν μπορώ να κάνω κάτι για τους επερχόμενους κακομοίρηδες. Ξεπεζεύουμε, γυρνάω με τα πόδια και βάζω μια σειρά πέτρες στα 40 βήματα πριν από το σκαλί, άλλη μια στα 20 κι άλλη μια (μεγαλύτερες) στα 5.
Ξαναγυρνάω στην Έλενα που κάνει τσιγάρο, ευχαριστώντας τον πανάρχαιο θεό - προστάτη των κωλόφαρδων.
Ξανά στη βαρεμάρα της ευθείας, βγαίνουμε από το δάσος και μεσημεράκι πια, περνάμε μια λιμνοθάλασσα και μπαίνουμε στο Μπουργκάς (Πύργος). Λιμάνι, βιομηχανία, ωραίοι κήποι, Το βαρύ λιμάνι κάπου στο βάθος, φαίνονται οι γερανοί. Σ’ αυτή τη μεριά παίζει παραλία μέσα στην πόλη, κάτι σαν τη Γλυφάδα η φάση αλλά με μεγαλύτερα κτίρια και όχι εμφανή πρόσβαση (του δρόμου) στη θάλασσα. Ανάμεσα έχει πάρκα, αλλά είναι εκεί δίπλα, το ξέρεις! Ο κόσμος κυκλοφορεί με μαγιό και σαγιονάρες, χαβαλές, πιτσιρικαρία, υπαίθρια καφέ…
Μπαίνουμε παραμέσα στην πόλη. Ευρώπη… λίγο ξεπεσμένη! Καθόμαστε για φαί. Λογική fast food, και με μαγειρευτά. Ένας «συμπαθητικός» χοντρούλης, και kκαλά Τούρκος φορτηγατζής, ψήνει την Έλενα να αλλάξει συνάλλαγμα και στην τράμπα μας τρώει ταχυδακτυλουργικά (στην κυριολεξία) περίπου 35€! Δεξιοτέχνης! Παρ’ όλη την ψιλιασμένη μου επιφυλακτικότητα την πατάω κανονικά…
Αποφασίζουμε μες την τσαντίλα ότι μας πέφτει πολύ «πόλη» και φεύγουμε νότια. Ο δρόμος συνεχίζει σχεδόν παραλιακά. Θυμίζει Κρέσταινα - Καϊάφα - Ζαχάρω, πριν τη φωτιά. Πεύκα, αμμόλοφοι, οργανωμένα camping, μεριές – μεριές με σκηνές χύμα, αλλά γενικώς παράλληλα αλλά μακριά από τη θάλασσα. Συνεχίζουμε με βάση «καλές» πληροφορίες για το Τσάρεβο, τη Νοτιότερη Παραθαλάσσια πόλη πριν τα Τούρκικα σύνορα.
Διανυκτέρευση #5 TSAREVO
Ώρα σιέστας και εμείς ψάχνουμε για δωμάτιο. Ξεχασμένο μικρό ξενοδοχείο σε φάση Στύρα ή Καμμένα Βούρλα. Πεντακάθαρο. Φιλικοί τύποι, 12€, και κρατάνε στη ρεσεψιόν τα μισά μας μπαγκάζια για να μην ανεβοκατεβάζουμε, η μηχανή απέναντι στο πάρκο για να φαίνεται κι από το μπαλκόνι…
Με τα πόδια στη θάλασσα για μπάνιο. Πρώτη άμεση επαφή με τη Μαύρη Θάλασσα. Δεν είναι καθόλου μαύρη. Μάλλον πράσινη τη λες από τα απίστευτα φύκια που πλέουν στην κορνίζα της ακτογραμμής. Κατά τ’ άλλα πολύ συμπαθητικά και ήσυχα. Το Τσάρεβο θεωρείται ήσυχο έως ψόφια σε σχέση με τα μεγάλα θέρετρα της περιοχής και «γραφικό». Το δεύτερο δεν το είδαμε…
Τα περισσότερα τραγούδια που ακούγονται είναι ελληνικά. Τα περισσότερα από αυτά τα ακούω πρώτη φορά… Η Έλενα πάλι, τα ξέρει… (???)
Καθόμαστε στη θάλασσα ως αργά (μας έλλειψε…), αλλάζουμε τα βρεμένα και πάμε κατ’ ευθείαν για φαί. Στο κέντρο υπάρχει ένα μικρό παζάρι με διάφορα. Η Έλενα τσιμπάει ένα καταπληκτικό δερμάτινο πορτοφόλι – organizer με ένα 10άρικο…
Στο ψάξιμο για ταβερνείο, πέφτουμε σε γιαγιά που φτιάχνει στο δρόμο κάτι πίτες με διάφορα: κιμά, τυρί, μανιτάρια, σπανάκι, κρεμμύδια τηγανιτά, πιπεριές «Φλωρίνης» κλπ. Μεταξύ Κρέπας και Λαχματζούν. Παίρνουμε και μπύρες από τη γωνία («πατριώτης» κι αυτός από Θήβα!), KAMENITSA (από AMSTEL και κάτω). Αράζουμε σε κάτι σκαλάκια στην πλατεία. Κοιτάω απέναντι: Ελληνικό σχολείο του 1800κάτι…
Πρωινό ξύπνημα, καφεδάκι στο μπαλκόνι και φόρτωμα. Το νου μας για πρωινό από τον πρώτο φούρνο. Μια τελευταία παραλιακή βόλτα καβάλα και καταλήγουμε σε καντίνα στο λιμανάκι, για πρωινό με αυγά και μπέικον. Τύπος που πλησιάζει διστακτικά, περιεργάζεται τη μηχανή και ρωτάει ελληνικά από πού ξεκινήσαμε και πώς βρεθήκαμε εδώ. Με τα πολλά βγήκαμε πρώην γείτονες στα Πατήσια. «Τώρα δουλειές δύσκολα στην Ελλάδα, θα δούμε…» (και που να δεις ΤΩΡΑ φίλε!!!). Φεύγουμε νότια και νοτιοδυτικά με σκοπό να κάνουμε μια λούπα για να ξαναβγούμε στον χτεσινό ξηλωμένο δρόμο για πίσω. Χάσιμο… Μπαίνουμε σε ένα επίπεδο δάσος με στενό αρχαίο δρόμο. Άσφαλτος με χοντρό χαλίκι σε στυλ Βασιλικά κτήματα - Τατόι. Υποτίθεται ότι υπάρχει ένας κεντρικός ευθεία, σε 20-25 χιλιόμετρα στρίβει δεξιά, άλλα τόσα πάλι ευθεία, μια τεθλασμένη διασταύρωση κάπως αναγνωρίσιμη και πάλι ευθεία. @@! Τεθλασμένη πορεία, συνεχείς διακλαδώσεις που δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια στο χάρτη, καμία ευθεία.
Κινούμαι κατά βάση με τη πυξίδα μέσα σε πυκνό δάσος με μικρή ορατότητα. Κάπου βρίσκω μια χειροποίητη πινακίδα για ένα χωριό αλλού γι’ αλλού. Βγάζω για πρώτη φορά το GPS… Σκοτάδι. Για την ακρίβεια, δείχνει μια τεράστια πράσινη έκταση με ένα κεντρικό δρόμο (άλλον από αυτόν που είχε ο χάρτης). ΟΚ, πάμε γενικώς βορειοδυτικά και κάπως θα βγούμε… Πρέπει να έκανα 60-80 χιλιόμετρα στο άγνωστο. Σε κάποια σημεία το δάσος μας έκρυβε τον ήλιο για ώρα. Παρακάτω ο δρόμος χάλαγε κι έλεγες μπα το ‘χασα…να γυρίσω πίσω…. Αλλά με τι βενζίνη? Συνεχίζουμε και βλέπουμε!
ΚΑΙ ΝΑ! Βλέπω ανάμεσα από τα δένδρα μπροστά μου κάθετα έναν σκουριασμένο οδοστρωτήρα να πατάει την άσφαλτο εκεί που χτες ήταν χαλίκι! Δεν μπορούμε να περάσουμε, θα χτιστούμε στην πίσσα. Άραξε, χαλάρωσε κι απόλαυσέ το. Τελικά βγήκα ακριβώς στο σημείο που υποτίθεται θα έβγαινε η ανύπαρκτη ευθεία (μυστήριο).
Οι πέτρες μου, είναι (οι περισσότερες) στη θέση τους. Τη λέω για τη «μη σήμανση» σε έναν του συνεργείου που φαινόταν εργοδηγός ή κάτι τέτοιο. Μου δείχνει ένα σωρό φορητές πινακίδες σε ένα φορτηγό, “… - six” μετράει με τα δάχτυλα και μετά η μαγική λέξη: “Gipsy” και η διεθνής χειρονομία για το «σούφρωμα»! Είχανε βάλλει 6 πινακίδες και τις βουτήξανε οι Γύφτοι για πούλημα! (ΟΚ, πάλι καλά, εδώ πουλάνε και τις σκάρες των υπονόμων!!!!).
Ξεμπλέκουμε με τα έργα και γυρνάμε δυτικά. Ένα μικρό κομμάτι από τα ίδια ως το Χάσκοβο και στρίβουμε νότια προς Κάρτζαλι. Φύση με πολύ πράσινο, δρόμος στενός αλλά καινούργιος με καλή άσφαλτο, ευθείες και ανοιχτές στροφές .
Διανυκτέρευση #6 KARTZALI
Παλιά πόλη κυρίως μουσουλμάνων. Μάλλον η μεγαλύτερη πόλη της Μουσουλμανικής μειονότητας στη Βουλγαρία. Καλοφτιαγμένη, με κάμποση παρακμή. Εμφανή τα ίχνη της εντατικής κρατικής παρέμβασης πριν από μερικές δεκαετίες. Ανοιχτοί μεγάλοι δρόμοι, ενδιαφέροντα κτίρια αν και παρηκμασμένα, πάρκα ενσωματωμένα στον αστικό ιστό. Ξενοδοχείο ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ. Ψηλό, στενό κτίριο άσχετο με τον περίγυρο αλλά ενδιαφέρον. Απέξω κούκλα, από μέσα πανούκλα. Φυλασσόμενο parking. Λόμπυ με μάρμαρα, τεράστια περσικά χαλιά, χάλκινα γλυπτά και δερμάτινους καναπέδες. Ντρέπεσαι να πατήσεις. Ασανσέρ που φοβάσαι να πατήσεις! Στους ορόφους οι μοκέτες ξηλωμένες, οι μισές λάμπες καμένες, ο κλιματισμός δεν δουλεύει, ευτυχώς το ένα παράθυρο στο δωμάτιο ανοίγει. Κωλόχαρτο από το διπλανό και μην το κάνουμε ζήτημα. Ευτυχώς έχει ζεστό νερό.
Βόλτα με τα πόδια στην τεράστια πλατεία. Δείπνο σε συνοικιακό μαγαζάκι. Κρέας, ντόπιο κόκκινο κρασί, συμπαθέστατοι τύποι και ο σερβιτόρος Αλβανός! (ΝΤουλειά Αλεζαντρόπολ, τέλος…).
Πρωινή βόλτα στην αγορά και ακόμα ένα μουσείο. Η μηχανή φορτωμένη στην είσοδο. Το περιβάλλον δεν εμπνέει καμιά ανησυχία. Ελεύθερη είσοδος. Μόνοι μας.
Πολύ ενδιαφέρον κτίριο, παλιά μουσουλμανική ιερατική σχολή (Μεντρεσές). Αρχαιολογικά ευρήματα από Θρακικά φύλλα, νομίσματα, σκεύη, όπλα. Φωτογραφίες και ένα σχέδιο τάφου που θυμίζει τους Μακεδονικούς στη Βεργίνα. Μου βγάζει έναν ερασιτεχνισμό συνολικά, σαν να μην ξέρουν ακριβώς τη βαρύτητα του έργου τους. Το Λαογραφικό τμήμα είναι κι εδώ τεράστιο σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Μεγάλο ενδιαφέρον στα χαμένα επαγγέλματα του 18ου και 19ου αιώνα. Εργαλεία και «ανατομίες» έργων του τσαγκάρη, του σαμαρά, του ράφτη, του γανωτή, μεταξουργεία, νηματουργεία, αργαλειός.
Στην περιοχή υπάρχουν αξιοθέατα με γεωλογικό ενδιαφέρον με βραχο -σχηματισμούς σαν μανιτάρια κι ένα φημισμένο κάστρο. Από τις πληροφορίες του οδηγού φαίνεται ότι απαιτείται πολύς χρόνος και περπάτημα. «Την …ξανάλλη!» που λέει κι ο φίλος μου ο Λευτέρης. Φεύγουμε Νότια.
Μπαίνουμε για καλά στην περιοχή που κι ο βουλγάρικος χάρτης λέει «ΡΟΔΟΠΗ» .
Βρισκόμαστε πολύ κοντά στα σύνορα, βόρεια από τα Πομακοχώρια. Η βόρεια πλευρά της οροσειράς κατεβαίνει ομαλά προς τον κάμπο. Τεράστια δασωμένη έκταση, στενοί αλλά βατοί δρόμοι, ανοιχτές κοιλάδες μικτά γραφικά χωριά, περισσότερο μουσουλμανικά αν μετρήσεις μιναρέδες και καμπαναριά. Αιώνες συνύπαρξης, μάλλον χωρίς σημαντικές παρεμβάσεις «κεντρικού σχεδιασμού». Σχεδόν παντού, από καφετζήδες και σερβιτόρες μέχρι εργάτες στα έργα, μιλάνε Ελληνικά… Νότια του Σλάτογκραντ υπάρχει συνοριακός σταθμός και πέρασμα για Ελλάδα, (Εχίνος?). Ενδιαφέρουσα παραλλαγή για δΥεθνή λούπα, αλλά θέλει ψάξιμο γιατί άκουσα κάτι μπερδεμένα, ότι δεν περνάει κάθε μέρα, ότι θέλει άδεια κλπ, (ίσως αφορά μόνο τα φορτία, αλλά καλύτερα να ξέρει κανείς πριν κολλήσει)
Ξαναβγαίνουμε στον κεντρικό και συνεχίζουμε δυτικά.
Διανυκτέρευση #7 SMOLJIAN
Ενδιαφέρον και μάλλον πετυχημένο πείραμα. 3 χωριά κατά μήκος μιας κοιλάδας, ενώθηκαν με σχεδιασμένη πολεοδομία και σχημάτισαν μια ζωντανή πόλη που θυμίζει κεντρική Ευρώπη. Σύγχρονα κτίρια, ανοιχτοί δρόμοι με ροή και παράλληλες εναλλακτικές διαδρομές, παρόλο το στρίμωγμα της κοιλάδας. 3 παλιά κέντρα των χωριών με κάμποσα διατηρημένα κτίρια, Εκκλησίες και τζαμιά, ζωντανή αγορά.
Βρίσκουμε έναν κυριλέ ξενώνα επιπέδου Ζαγόρια με 20€, ξεφορτώνουμε τη χοντρή και φεύγουμε βόλτα στη γύρω περιοχή. Σ’ ένα λόφο που δεσπόζει στην πόλη, συγκρότημα από σύγχρονα κτίρια: Μουσείο, βιβλιοθήκη, κλειστό και ανοιχτό κολυμβητήριο, γυμναστήριο, γήπεδο μπάσκετ. Πολιτισμός.
Εργοστάσια ξυλείας. Σημαντική ανοικοδόμηση, Ελληνικές πινακίδες από ανθρώπους που δεν ξέρουν να γράφουν Ελληνικά: Κατασκευαστική εταιρία, Σίδερα - Αλουμίνια κλπ. Προφανώς κάμποσοι Βόρειο - Ελλαδίτες επενδύουν εδώ σε ακίνητα. Τα σχόλια δικά σας…
Βόλτα στην πλατεία. Πιτσιρίκια με Roller.
Δείπνο στην αυλή του ξενώνα, το τραπεζάκι μας με θέα στη μηχανή. Χοιρινό με φρέσκα μανιτάρια, πατατοσαλάτα με λάχανο τουρσί και κρεμμυδάκι πράσινο. «Αρκετές» μπύρες…
Το επόμενο πρωί στο μουσείο (μεγάλο, οργανωμένο, σοβαρό, με …μεγάλο λαογραφικό τμήμα και σημαντικό αρχαιολογικό αλλά και γεωλογικό τμήμα).
Σκυθικό κράνος
«Μπούλες» ?
Καρβέλι με το σήμα του Isle of man (σχεδόν)…
Πίσω στον κεντρικό και συνεχίζουμε ανηφορίζοντας δυτικά. Δροσίζει και ψιλοβρέχει. Από όλο το ταξίδι, αυτή ήταν ή μόνη στιγμή που σκεφτήκαμε τα αδιάβροχα. Μόνο τα σκεφτήκαμε, πέρασε…
Στη διχάλα πάμε δεξιά. Παμπόροβο. Φιλόδοξο σχέδιο για χειμερινό τουριστικό – χιονοδρομικό, ανταγωνιστή του Μπάνσκο. Κάτι η απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα, κάτι η κατάρρευση του «υπαρκτού», ψιλο-έμεινε στη μέση. Μετέωρο θαρρείς στη μέση του πουθενά. Τεράστια ξενοδοχεία, τα περισσότερα ημιτελή, Μάλλον πόνταρε και στους Έλληνες από Μακεδονία και Θράκη, αλλά κι αυτοί, κατά πως φαίνεται θα αργήσουν…
Περνάμε κάτι φρέσκα bungalows, μια παρέα παίζει στην πισίνα. Μαγιό στο ψοφόκρυο!
Ρώσοι… μεταξύ θαυμασμού και μίσους το σχόλιο του μπάρμπα με το μακρύ 4πορτο(!!!) NIVA.
Κατηφορίζουμε δυτικά. Μηχανή που έρχεται αντίθετα… GS. Οι Πορτογάλοι που γνωρίσαμε στο Μπάνσκο! Αυτή τη φορά ανταλλάσουμε email. Η Έλενα έχει πάει Πορτογαλία, εγώ, όχι…
Πιο κάτω, περνάμε από ένα μικρό χωριό που δείχνει δημοφιλές. Σιρόκα Λάκα. Πάνω στο δρόμο, ενδιαφέρον οικοδομικό συγκρότημα: μοναστήρι, πέτρινο γεφύρι- νερόμυλος, σπίτι – μουσείο. Πολυκοσμία. Είναι απογευματάκι, κλειστά. Προσπερνάμε και ψαχνόμαστε λίγο παρακάτω για διανυκτέρευση, με σκοπό να γυρίσουμε το πρωί. Δεν μας βγαίνει. Φάση Πόζαρ, πανάκριβα και όλα γεμάτα. Συνεχίζουμε λίγο ακόμα για Ντέβιν, και το πρωί βλέπουμε…
Διανυκτέρευση #8 DEVIN
Άσχημη πόλη. Ιαματικά νερά που δεν τα ψάξαμε καν, δεν μας εμπνέει τίποτα. Εμφιαλωτήρια πόσιμου νερού, νταλίκες, φασαρία, σκόνη. Τα λίγα ξενοδοχεία για κάποιο λόγο γεμάτα. Ρωτώντας εδώ κι εκεί για το επόμενο, μας προτείνουν να μείνουμε σε κάποιο σπίτι. Ολόκληρος όροφος για πάρτη μας, 10 ευρόπουλα κατάμαυρα. ΟΚ, ψωνίζουμε για βραδινό πικ-νικ και αράζουμε σε μπαλκονάρα χολιγουντιανών προδιαγραφών. Τσίπουρο από δαμάσκηνα. Καλόόό!
Πρωί – πρωί δρόμο. Γυρνάμε λίγο πίσω στη Σιρόκα Λάκα. Το χωριό δεν είναι καθόλου μικρό. Αν είχαμε ψάξει καλύτερα θα είχαμε γλυτώσει τη φόλα του Ντέβιν. Όσο για το μπρος - πίσω και την επίσκεψη, χαλάλι το δίωρο.
Μάσκα που με έστειλε στη Βορεια Ευρώπη. Πολύ Βόρεια όμως…
Ξανά στη διασταύρωση του DEVIN, και αυτή τη φορά φεύγουμε νότια για μια περιοχή με έντονο φυσικό κάλλος. Ορειβατικό και σπηλαιολογικό κέντρο σύμφωνα με τον οδηγό. Όνομα, κάτι σχετικό με το λαιμό του διαβόλου ή του δράκου ή κάπως έτσι… Διαδρομή αποκάλυψη: Στενός, φιδογυριστός δρομάκος, για κάμποσα χιλιόμετρα, σκαλισμένος στα βράχια μιας χαράδρας, λίγα μέτρα πάνω από το ποτάμι, κάθε 10 μέτρα και 10 φωτογραφίες. Κίνηση πολλή, χώρος για στάση καθόλου.
Ένας κοντοστέκεται, όλοι σταματάμε και πλακωνόμαστε στα ΚΛΙΚ. Η επιστροφή είναι από τα ίδια και 2 αυτοκίνητα δεν καλο - χωράνε στις στροφές. Εκμεταλλεύομαι κάποιους δισταγμούς, προσπερνάω μερικούς και βρίσκομαι πίσω από ένα λεωφορείο. Κόλαση και ευκαιρία. Σε κάποιο κόλλημα, κάπως περνάω και ξαφνικά είμαι μόνος μου για κάποια χιλιόμετρα. Φωτογραφίες εν κινήσει για να μην με προλάβουν, και φτάνω στο parking του σπηλαίου. Αναρριχητές και πεζοπόροι φορτωμένοι εξοπλισμό, ανακατεμένοι με οικογένειες τουριστών 99% Βούλγαροι. Αράζω δίπλα σε GS 1200 με τούρκικες πινακίδες.Δεν τους είδαμε πουθενά για κουβεντούλα, κρίμα…
Εισιτήρια και κατεβαίνουμε στη σπηλιά. Μέτριο ενδιαφέρον, απότομη ανηφορική έξοδος παράλληλη με έναν εντυπωσιακό καταρράκτη που πολύ τον ακούς και λίγο, προς το τέλος, τον βλέπεις. Και μόνο για τη διαδρομή και τα λουκάνικα της καντίνας θα ξαναπήγαινα…
Επιστροφή από τα ίδια. Στάση για καφέ σε χωριουδάκι. Δίδυμος ναός, εκκλησία και τζαμί μεσοτοιχία. Μαντήλες και espresso LAVAZZA. Πιτσιρίκια πουλάνε πλαστικό κυπελάκι με άγρια βατόμουρα, 1 λέβα (0,5€). Ωραίο χρώμα, ξινά…
Συνεχίζουμε πάλι δυτικά. Πάντα ορεινά - ημιορεινά και δάσος. Παντού δάσος. DOSPAT. Βόρεια από τη διαδρομή υπάρχει μια λίμνη. Νότια, ο οδηγός προτείνει άλλη μια λούπα προς τα Ελληνο - Βουλγαρικά σύνορα. Πανέμορφη διαδρομή με καλό στροφιλίκι. Κι άλλο σπίτι – μουσείο σε κάποιο χωριό. Δεν θυμάμαι όνομα. Η πετριά με το φολκλόρ και την παράδοση που μπερδεύεται με την ιστορία, έχει παραγίνει. Η Έλενα επιμένει, εγώ βαριέμαι αφόρητα…
Ξανά στον κεντρικό, συνέχεια Δυτικά, SATOVCA, DABNICA…
Στα χωριά που περνάμε έχει παντού απλωμένα καπνά. Φτάνουμε σε μια περιοχή τύπου Μαστοροχώρια. Με βάση τον οδηγό, βγαίνουμε από τον κεντρικό προς βορά, σε ένα δρόμο που ανηφορίζει στο βουνό χωριό – χωριό, (Marcevo, Debren, Lesten, Gorno Dranovo) αλλά αποδεικνύονται κατώτερα των προσδοκιών. (Αν έχεις πάει στο Γαναδιό ή την Πυρσόγιαννη…). Φτώχεια και υπανάπτυξη.
Ο κόσμος κυκλοφορεί με κάρα.
Εξαίρεση το τελευταίο χωριό (Kovacevica). Πανέμορφο, αν και παρατημένο. Ακόμα και τα πεσμένα σπίτια φαίνονται όμορφα… Αναστροφή και πίσω από τα ίδια. Τύπος που τρέχει κατά πάνω μας κουνώντας αλλόφρων τα χέρια του. Τί μαλακία κάναμε κα δεν το καταλάβαμε?
Τίποτα. Ο τύπος είναι από τη Σόφια, έχει σουβλατζίδικό στο Γκάζι και είναι στο χωριό της μάνας του για διακοπές. Τις πινακίδες είδε όταν ανεβαίναμε και θέλει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να μας κεράσει!!! Τον αποφεύγουμε (νομίζουμε), ευγενικά και κατηφορίζουμε. Παρακάτω, σταματάμε σ’ ένα τουριστο - μαγαζάκι για να δει η Έλενα κάτι ξυλόγλυπτα. Προφανώς ο τύπος μας περνάει, και παρακάτω σε υπαίθριο τραπέζι δίπλα στην πηγή, έχει στηθεί οικογενειακό γλέντι. ΔΕΝ ΤΗ ΓΛΥΤΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!
Μας ταΐζουν και μας ποτίζουν με το ζόρι. Ο θείος (συνταξιούχος μπάτσος) ήδη σουρωμένος, ποτίζει την Έλενα τσίπουρο. Εμένα ΑΡΙΑΝΙ. «ΕΣΥ ΟΔΗΓΕΙΣ!» Τελεία.
Η πιο ξεψάρωτη του κοπαδιού. Νομίζω ότι γούσταρε το τραπεζομάντηλο…
Ξεχωρίζω ένα σπιτικό σαλάμι από αγριογούρουνο και ένα αυγοτάραχο από κάποιο ψάρι ποταμίσιο, με λιγότερο έντονη γεύση από το Μεσολογγίτικο. Κουνουπίδι τουρσί super! Ξεκολλάμε σε κανα δίωρο και με ακόμη μια ακόμα μικρή βόλτα φτάνουμε στο ΓΚΟΤΣΕ ΝΤΕΛΤΣΕΦ
Διανυκτέρευση #9 GOTCHE DELCHEV (ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ)
Πρώην (ΑΝΩ) ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ, μετονομασία προς τιμήν του ομώνυμου εθνικού ήρωα των Βουλγάρων. Αρχαίο ξενοδοχείο στην κεντρική πλατεία. Ρουστίκ μέχρι αηδίας. Περίπου 250 ετών λέει, πάντα ξενοδοχείο ήταν και πάντα έτσι. «Μόνο σωληνώσεις, καλώδια και τζάμια έχουμε αλλάξει».(Μερικά αρχαία τζάμια υπάρχουν ακόμα). Τα μπάνια στα δωμάτια είναι μεταπολεμική εξωτερική προσθήκη στο κτίριο, το ένα κάτω από το άλλο…
Το πρωί ακόμα ένα μουσείο. Ελληνική οικία του 18ου αιώνα, το όνομα πάνω από την πόρτα. Εξαιρετικό οικοδόμημα. Καταπληκτικά ξυλόγλυπτα ταβάνια. Εκτός από τα ίδια και τα ίδια παραδοσιακά, μια ενδιαφέρουσα αίθουσα με ρωμαϊκά ευρήματα. Νομίσματα και μια ολόκληρη άμαξα.
Μαθαίνουμε για την τέως ελληνική κοινότητα. Είχαν εμπλακεί έντονα στο Μακεδονικό (ελληνικό κομιτάτο και Παύλος Μελάς και τα σχετικά). Όταν έκατσε η μπίλια και το Νευροκόπι ξύπνησε Βουλγάρικο, δεν τους έπαιρνε με τίποτα και σιγούλια – σιγούλια την κάνανε νότια. Δεν ξεκαθάρισα αν το ΚΑΤΩ Νευροκόπι έξω από τη Δράμα, υπήρχε ή ιδρύθηκε τότε…
Ο τρόπος που παρουσιάζεται το θέμα μου κάνει εντύπωση: θα μπορούσε να το έχει γράψει ανεξάρτητος ιστορικός. «Πατριωτικά», χωρίς τρελή ιστορική αυθαιρεσία, χωρίς γελοία μισαλλοδοξία. Ίσως ένα μέρος της Ελληνικής κοινότητας παραμένει εδώ και κάποιοι πιστεύουν ακόμα στη συνύπαρξη.
Μαθαίνω ότι τώρα, υπάρχει και συνοριακός σταθμός (της «Εξοχής») όπου περνάς μέσα από τούνελ προς Δράμα κι αντίστροφα. Τα δύο Νευροκόπια είναι και πάλι κοντά …
Παίρνω κι ένα μικρό βιβλιαράκι για τον Ντέλτσεφ στα αγγλικά. Αράζω στον πανέμορφο κήπο όσο η Ελενα χαζεύει κοστούμια και κεντήματα. Εκτός από το ατελείωτο λιβάνισμα στον ήρωα, υπάρχει κάτι που με βάζει να το ψάξω καλύτερα. Χτυπήστε το στη wikipedia και δείτε λαβράκι για τα Σκόπια …
Το πλήρωμα του κοντέρ έφτασε. Ψάχνω για λάδια. Έκπληξη: Γεμάτος ο τόπος LADA και δεν βρίσκω ΠΟΥΘΕΝΑ απλό ορυκτέλαιο 20-W50 για τη χοντρή! Ημι-συνθετικό 10-W40 κι αν γουστάρεις… Αποφασίζω να μην αλλάξω, απλά προσθέτω από το δικό μου και ελπίζω για παρακάτω. (Τελικά έφτασα Αθήνα… Αφορμή για ψάξιμο και αλλαγή πολιτικής: ημι - συνθετικά 15-W50 κάθε 7.500 χιλιόμετρα πλέον).
Μποτιλιάρισμα…
Φεύγουμε πάλι Δυτικά, ανηφορίζουμε στα Όρη Πυρίν κι αρχίζει να μυρίζει τέλος. Επόμενος στόχος και μάλλον τελευταία διανυκτέρευση, MELNIK ( Μελένικο στα ελληνικά). Περνάμε από αλλεπάλληλα κομμάτια με έργα. Ο δρόμος του χρόνου θα είναι κούκλα (λες να ‘χει ελπίδες και το Παμπόροβο τελικά?).
Σταματάμε σε μια πηγή για νερό. Κοιτάω το χάρτη κι ο Διάολος αρχίζει να με τραβάει από το πόδι. Ο κεντρικός δρόμος συνεχίζει Νοτιοδυτικά, περνάει πολύ κάτω από το Μελένικο, το προσπερνάει, φτάνει σχεδόν στον κάθετο άξονα Προμαχώνα – Σαντάνσκι και γυρίζει άλλο τόσο δρόμο Βορειοανατολικά προς τα πίσω. Από ’δώ που είμαστε όμως, ο χάρτης δείχνει κάπου στα δεξιά έναν δευτερεύοντα παρακαμπτήριο. Πάει στο χωριό Πυρίν κι από κει διαγωνίως (ΙΣΩΣ !!!) και λίγο χώμα, «κατευθείαν» στο Μελένικο…
Η Έλενα εκφράζει (εύλογες) επιφυλάξεις, αλλά εγώ στρίβω πολεμικά δεξιά. Φτάνουμε στο χωριό.
Δεν μιλάνε Ελληνικά. Ρωτάω με νοήματα. 10 χιλιόμετρα, δρόμος «καλός»!
Καλός για SUNNY ή για NIVA? Δείχνω τα 2 χρέπια με αμφιβολία…
Για SUNNY!!! Με σιγουριά οι Βλάχοι (ακόμα θα το θυμούνται και θα γελάνε….)
Ξεκινάω ο μαλάκας κι αφού το βλέπω, συνεχίζω… Χαλικόδρομος, ανηφόρες, κατηφόρες, λάσπες, διασταυρώσεις χωρίς σήμανση, προσπαθώ να κρατηθώ στον «κεντρικό» πατημένο. Καθόλου φανερό. Σε 12-13 χιλιόμετρα, φτάνω σε μια ακόμα διχάλα. Αριστερά στο «πατημένο» μια κατηφόρα που αν την κατέβω, δεν ξανα - ανεβαίνω με τα ANAKEE. Το GPS δείχνει πεδίο χωρίς δρόμους. Κατεβαίνω ποδαράτος, συνεχίζω κάνα 10λεπτο, φτάνω σε ένα ρέμα. Ο δρόμος φαίνεται ότι συνεχίζει κατηφορίζοντας απέναντι, αλλά από το ρέμα και το ΝΙVA δύσκολα θα πέρναγε. Γυρίζω στη μηχανή, ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΩ ΠΙΣΩ, παίρνω το δεξί. Χειροτερεύει και ανεβαίνει. Κι άλλες διασταυρώσεις κι άλλα διλήμματα. Επιτέλους μετά από κάμποσα χιλιόμετρα, μια χειροποίητη διπλή ταμπέλα για το χωριό Τάδε (δεν το έχει ο χάρτης …): αριστερά 1.800 μέτρα (γιούπιιι!!!), δεξιά 4,5 χιλιόμετρα… Το χωριό φαίνεται μέσα από τα φυλλώματα. Τουλάχιστον 300 μέτρα χαμηλότερα! Αναρρώτηση: Πόση κατηφόρα αντέχεις ρε μάγκα? Κότα mode και πάμε δεξιά. Κι άλλη ΑΝΗΦΟΡΑ! Με τα πολλά και μετά από σύνολο 44(!!) χιλιόμετρα δικάβαλο και βαρυφορτωμένο εντούρο, φτάνουμε στο «χωριό». 4 σπίτια στον πάτο μιας παρατεταμένης ομαλής κατηφόρας. Ευτυχώς στο ένα σπίτι υπάρχουν άνθρωποι. Μας καλοδέχονται, συνεννόηση με νοήματα.
Κερνάνε τσάι, «μαθαίνουμε» για τις περιπέτειες ενός από αυτούς στα καράβια (είχε περάσει κι από Πειραιά), μας σκιτσάρουν έναν (ΝΑΙ!, επιτέλους ακριβέστατο) χάρτη εξόδου και μας στέλνουν στο καλό. Γυρνάμε για λίγο από τα ίδια, την κάνουμε αριστερά, και μετά από άλλα 5-6 χιλιόμετρα βατού χωματόδρομου, φτάνουμε σε ένα πιο κανονικό χωριό, πατάμε έναν πριν από χρόνια ασφάλτινο δρόμο και θεωρούμε εαυτούς επισήμως επιζήσαντες.
Μονοκάβαλο και με μηχανάκι 100 κιλά ελαφρύτερο, θα το έλεγα ωραία εμπειρία. Για τώρα το λέω καθαρόαιμη μαλακία που εύκολα μπορούσε να γυρίσει σε καταστροφή. Περνάμε ένα χωμάτινο τούνελ, βρίσκουμε κανονική πλέον άσφαλτο περνάμε από ένα μοναστήρι με άπειρα τουριστομάγαζα έξω από την πόρτα του και κατηφορίζουμε πλέον χαλαρά για Μέλνικ.
Διανυκτέρευση #10 ΜΕLΝΙΚ (ΜΕΛΕΝΙΚΟ)
Παλιό, πλούσιο ελληνικό κεφαλοχώρι, χωμένο σε μια στενή κοιλάδα. Απότομες γυμνές πλαγιές, χωματοβούνια - γκρεμοί με έντονη διάβρωση και πλαισιωμένοι προς κάθε κατεύθυνση από το πυκνό δάσος. Κάτι σαν την δική μας περιοχή Κιάτου - Ξυλόκαστρου και ανεβαίνοντας προς τα Τρίκαλα, όπως ήταν ΠΡΙΝ ΚΑΕΙ. Η ευρύτερη περιοχή, αμπελότοπος με παράδοση στα εξαιρετικά κρασιά.
Η κάποτε ακμαία Ελληνική κοινότητα προφανώς είχε την ίδια τύχη με το Νευροκόπι. Η θέση και η ομορφιά του χωριού σε συνδυασμό με την προφανή ασυνέχεια στην ιστορία του, (φύγαν οι Έλληνες, αφήνοντας κάθε παραγωγική δραστηριότητα μετέωρη, εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι μετακινημένοι από αλλού, κόβοντας την όποια δική τους συνέχεια) δημιούργησε ένα χωριό που δίνει την εντύπωση ότι ΥΠΑΡΧΕΙ ως τουριστικό (όχι απλώς ζει από τον τουρισμό, μάλλον δεν κάνει τίποτα άλλο…).
Στο μήκος της κοιλάδας διαμορφωμένη κοίτη ξεροπόταμου. Δεξιά – αριστερά ο δρόμος με μαγαζιά για φαί, ξενοδοχεία, σουβενιράδικα και Κάβες. Όσο ανεβαίνεις την διαδρομή, η άσφαλτος γίνεται καλντερίμι και πιο πάνω χωματόδρομος. Σε όλη την έκταση τα κτίρια είναι εντυπωσιακά, καλοφτιαγμένα, σχεδόν όλα ξενοδοχεία και ξενώνες. Τα περισσότερα διασκευασμένα πρώην αρχοντικά. Δόμηση σε διάφορα επίπεδα, σκάλες, καμάρες, κλειστές μάντρες, μορφολογία εδάφους και κατασκευών κάπως σαν το Πάπιγκο, αλλά τα κτίσματα θυμίζει περισσότερο Καστοριά.
Μεγάλος και αποτελεσματικός σεβασμός στην τοπική αρχιτεκτονική. Με δυσκολία ξεχωρίζεις τα παλιά από τα νεώτερα κτίσματα. Ελάχιστα παραμένουν ρημάδια περιμένοντας την ανάσταση και ακόμα πιο λίγα έχουν αντικατασταθεί από «σύγχρονα» εκτρώματα. Ακόμα και κάποιες πισίνες είναι καλά κρυμμένες. Φτάσαμε απόγευμα, βρήκαμε το σωστό δωμάτιο με την μηχανή παρκαρισμένη μπροστά στο διπλανό (διανυκτερεύον) μπακάλικο. Μπάνιο και άραγμα για χαλάρωση. Η μεσημεριανή εντουράδα μας έπεσε τελικά βαριά. Βραδάκι βόλτα με τα πόδια. Δοκιμή κρασιών σε 2 οινοποιεία. Εξαιρετικό μπρούσκο (μπρούσκο λέγεται και στα Βουλγάρικα…), ενδιαφέρον λευκό, πολύ καλό ένα μελί που μάλλον δεν θα το κατέτασσα ούτε στα demi-sec. Πολύ δυνατά αρώματα. Την ψιλο-ακούσαμε πίνοντας θεονήστικοι…
Δείπνο ομελέτα με τυριά, λουκάνικα και φρέσκα μανιτάρια. Ωραία λουκάνικα αλλά η Καρδίτσα είναι πολύ μακριά σε ποιότητα και γεύση. Ακόμα ένα μπουκάλι κρασί και σερνάμενοι για ύπνο…
Ξεχασμένο MINSK. Πόσες φορές να ‘χει μηδενίσει κοντέρ?
Κυριακή ξημερώματα εγερτήριο και φόρτωμα. Η λειτουργία ακούγεται, η εκκλησία δεν φαίνεται. Πρωινό και καφές νωρίς - νωρίς στην έξοδο του χωριού. Espressάκι και γαμάτο σταφιδόψωμο. Πάρε κι ένα για το δρόμο. Ελληνικά με τη σερβιτόρα και «καλό ταξίδι».
Μελένικο – Αθήνα: Τίτλοι τέλους, που θα πέφτουν για κάμποσες ώρες. Ένα φουλάρισμα στα σύνορα και από ‘κεί μόνο μια στάση, για βενζίνη και καφέ μετά τα Τέμπη. Δευτέρα Πρωί για Δουλειά…,
Απολογισμός - σκέψεις χύμα στο γυρισμό:
- Ξεκινήσαμε με βασικό κίνητρο να μη βγούμε από το καλαπόδι και κοίτα να δεις!
- Φόρτωσα στο κοντέρ ένα σχετικά κοντινό «ταξιδάκι» και τώρα αναρωτιέμαι αν άξιζε κάτι παραπάνω από να μέναμε νότια των συνόρων. Τι είναι το ταξίδι τελικά? Ο ορίζοντας άνοιξε, ή μία από τα ίδια? Τι έμαθες ρε μάγκα 10 μέρες τώρα? Κάμποσα...
- Οι Βούλγαροι: Μοιάζουμε σαν βαλκάνιοι. Φιλόξενοι, χαλαροί, λίγο φιλότιμοι, λίγο κατσαπλιάδες, ανοργάνωτοι, κολλημένοι με τις αξίες του παρελθόντος όπως κι εμείς, αλλά του πιο πρόσφατου, το οποίο κρατάνε (μέχρι υπερβολής) ζωντανό.
- Οι Βουλγάρες, σπανίως θεές, καμιά σχέση με του Πανούση. Χαμογελάνε εύκολα, στα μαγαζιά είναι γενικά καλύτερες από τους άνδρες.
- Βιοτικό επίπεδο πολύ χαμηλότερο από της Ψωροκώσταινας, αλλά ερχόμαστε… Απειλητικό σαν προοπτική αν σκεφτείς ότι μας το λένε κατάμουτρα: εκεί μας πάνε…
- Η σχέση του κόσμου (ιδίως των μεγαλύτερων) με το «Σοσιαλιστικό» παρελθόν, έντονη, αντιφατική, ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν υποδομές που επιβίωσαν. Ένα μικρό κομμάτι της Βουλγαρίας είναι πιό Δυτικο – Ευρωπαϊκό από τα καθ’ ημάς.
- Η φύση, αυτή καθ’ εαυτή μοιάζει. Στο σεβασμό όμως και την «αξιοποίηση» είναι καλύτεροι από μας. Μάλλον επειδή έχουν μείνει πίσω στη μαλακία της «ανάπτυξης», όπως κι εμείς είμαστε πιο πίσω, πιο «παρθένοι» από τους βόρειους και δυτικούς Ευρωπαίους.
- Τζάμπα κουβαλούσα τα κατασκηνωτικά, ούτε που άνοιξα το σάκο. Ειδικά στο χωμάτινο κομμάτι, μου πέσανε πολύ βαριά…
- ΝΑΙ, το ταξίδι τελικά άξιζε. Από αυτά που είδα, θα ξαναπήγαινα στη Φιλιππούπολη, στο Μπάνσκο και στο Μελένικο.
- Ξαναπάω σίγουρα, για να δω τη Σόφια και το βόρειο κομμάτι της χώρας. (Στο δρόμο για Ρουμανία?)
Απολογισμός σε νούμερα:
- 3.600 περίπου χιλιόμετρα από Αθήνα – Αθήνα. Αν εξαιρέσεις το πήγαινε – έλα, καθημερινά μέσο όρο γύρω στα 200 χιλιόμετρα. Ξεκούραστα…
Συνολικό κόστος ταξιδιού για 2 άτομα, βενζίνες, διόδια, διανυκτερεύσεις, διατροφή, μουσεία κλπ, 840€, εκ των οποίων τα 265 σε Ελληνικό έδαφος. Το σύνολο μπορούσε να κατέβει αρκετά. Όχι το Ελληνικό μέρος…
10 διανυκτερεύσεις (όλες σε δωμάτιο, μεσαίο έως χαμηλό προφίλ), από 15 έως 25 € το δίκλινο.
Μέσο δείπνο (με τραπεζομάντηλο και με κρασί ή μπύρες) ανάμεσα στα 10 και 15 € για 2 καλοφαγάδες. Από Super Market υπολογίστε τα μισά, … - Το Super Market γενικώς στη μισή τιμή από Αθήνα. Ακόμα και χαρακτηριστικά Βουλγάρικα προϊόντα, στην Αχαρνών είναι στη διπλή τιμή!
- Βενζίνη περίπου 1,30€ / λίτρο. Συγκριτικά το ακριβότερο «θέμα» του ταξιδιού. Διόδια μέσα στη Βουλγαρία Γιοκ.
- Κόστη γενικώς περίπου στο 50%, σε σχέση με αντίστοιχο (μέτριο) service στην Ελλάδα. Το αντίστοιχο του καλού Ελληνικού service, το βρίσκεις δύσκολα αλλά είναι περισσότερο θέμα προσέγγισης παρά τιμής …